Από το ιστολόγιο ερέτης με ημερομηνία 23/02/2009
*Κολωνία, 15 Μαρτίου. Ήδη σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου [1848] προέκυψε στο Παρίσι έλλειψη χρήματος. Είχε διακηρυχτεί πανταχόθεν ο respect de la propriété [σεβασμός της ιδιοκτησίας], και οι φτωχοί μικροαστοί θεώρησαν ότι αυτό αναφερόταν σε αυτούς. Η προσωρινή κυβέρνηση ήταν τόσο πιο πρόθυμη με τον respect de la propriété της, καθώς η Τράπεζα τής προκατέβαλλε αμέσως άτοκα 50 εκατομμύρια. Η προσωρινή κυβέρνηση αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από μικροαστούς της εφημερίδας National και αφέθηκε να εξαπατηθεί από την μεγαλοθυμία της Τράπεζας. Τα 50 εκατομμύρια εξαντλήθηκαν σε μικρό χρονικό διάστημα. Στο διάστημα αυτό οι ιδιοκτήτες μετοχών και οι κάτοχοι τραπεζογραμματίων είχαν το χρόνο να χρησιμοποιήσουν τον respect de la propriété με τον καλύτερο τρόπο και να αποσύρουν τον χρυσό τους από την Τράπεζα. Οι μικροαστοί, οι οποίοι από την πλευρά τους ήθελαν και αυτοί να εκμεταλλευτούν τον respect de la propriété, πήγαν στον τραπεζίτη τους για να προεξοφλήσουν τις συναλλαγματικές τους, οι οποίες είχαν εκδοθεί με κάλυμμα την propriété τους, δηλαδή τη βιομηχανική επιχείρησή τους, το εμπορικό κατάστημα ή το εργοστάσιό τους: οι τραπεζίτες επικαλέστηκαν την έλλειψη χρήματος και αρνήθηκαν την προεξόφληση. Οι μικροαστοί πήγαν σε άλλους τραπεζίτες για να οπισθογράψουν τις συναλλαγματικές τους και να τις προεξοφλήσουν από την Τράπεζα: οι τραπεζίτες τούς αρνήθηκαν την οπισθογράφηση. Respect de la propriété! Ήταν λοιπόν ακριβώς οι τραπεζίτες εκείνοι που πρώτοι προσέβαλλαν τον respect de la propriété, ενώ αυτοί οι ίδιοι γνώριζαν πολύ καλά να εκμεταλλευτούν αυτό το σεβασμό.
Ξεκίνησε τότε η γενική διαμαρτυρία, ότι έχει εξαφανιστεί η πίστωση, η confiance [η εμπιστοσύνη]. Από την άλλη πλευρά οι μικροαστοί δεν εγκατέλειπαν τον δικό τους respect de la propriété• πίστευαν ότι εάν αποκαθίστατο η «τάξις και η ασφάλεια» τότε θα επανερχόταν και η confiance, και τότε οι συναλλαγματικές τους θα προεξοφλούνταν με βάση την propriété τους. Είναι γνωστό πώς μετά τη μάχη του Ιουνίου [1848], όταν είχε αποκατασταθεί η ασφάλεια και η τάξις, η συνολική propriété κατέληξε στις τσέπες των τραπεζιτών ως επακόλουθο των δικαστικών κονκορδάτων, και πώς οι μικροαστοί κατανόησαν τη σημασία του «respect» μόνο όταν οι «propriété» τους είχαν πάει καλιά τους. Εκείνοι που την αντίστοιχη περίοδο υπέφεραν περισσότερο λόγω της χρηματικής κρίσης που είχε προκαλέσει η μεγαλοαστική τάξη, ήταν προφανώς οι εργάτες. Την ίδια περίοδο που η προσωρινή κυβέρνηση επινόησε τον διάσημο φόρο των 45 σαντίμ για να βγει από τις δυσκολίες της1, εμφανίστηκε στους τοίχους μία αφίσα υπογεγραμμένη από εργάτες, η οποία ξεκινούσε με τα λόγια: avez-vous besoin d’argent? (Χρειάζεστε χρήμα;) Στην αφίσα αυτή δηλωνόταν ρητά η απαίτηση της επιστροφής του δισεκατομμυρίου το οποίο είχε εγκριθεί το 1825 στους παλιννοστούντες εμιγκρέ ως αποζημίωση. Ποιοι ήταν οι τότε εμιγκρέ; Ακριβώς εκείνοι οι οποίοι είχαν υποκινήσει και διατηρήσει στο εξωτερικό τον πόλεμο ενάντια στη Γαλλία και οι οποίοι τώρα, υπό τη συνοδεία αλλοδαπών είχαν επιστρέψει στη Γαλλία. Ποιος βρισκόταν μεταξύ των εμιγκρέ τους οποίους ωφέλησε η αποζημίωση; Ο δούκας της Ορλεάνης, δηλαδή ο μόλις εκδιωγμένος βασιλιάς, και οι Νομιμόφρονες, δηλαδή οι φίλοι του προ πολλού εκδιωγμένου βασιλιά. Η Συντακτική και η Συμβατική [Εθνοσυνέλευση] είχαν διατάξει την κατάσχεση των κτημάτων των προδοτών εμιγκρέ• οι παλιννοστούντες βασιλιάδες και οι εμιγκρέ των δύο παλινορθώσεων2 είχαν σφετεριστεί για τους εαυτούς τους και τους φίλους τους την αποζημίωση. Οι βασιλιάδες είχαν [τώρα] και πάλι εκδιωχτεί, οι αποφάσεις της Συντακτικής και της Συμβατικής απέκτησαν και πάλι την πλήρη ισχύ τους, και τι ήταν πιο φυσικό από το ότι η αποζημίωση έπρεπε να ωφελήσει και πάλι το λαό. Η αφίσα, στην οποία η απαίτηση επιστροφής του δισεκατομμυρίου αναλυόταν με αυτό τον τρόπο, διαβάστηκε από τους εργάτες σε κλίμα γενικής ευφροσύνης• έστεκαν χιλιάδες μπροστά στην αφίσα και συζητούσαν με τον τρόπο τους το περιεχόμενό της. Αυτό διήρκεσε μία ολόκληρη ημέρα• την άλλη μέρα η αφίσα είχε εξαφανιστεί από τους τοίχους. Οι Νομιμόφρονες και οι Ορλεανιστές, οι οποίοι είχαν αναγνωρίσει τον συνολικό κίνδυνο που τους απειλούσε, είχαν μισθώσει με μπόλικο χρήμα ανθρώπους στους οποίους ανατέθηκε αποκλειστικά να εξαφανίσουν στη διάρκεια της νύχτας αυτή την αφίσα μέχρι το τελευταίο δείγμα της. Τον καιρό εκείνο υπήρχε ένα κύμα για νέα οργανωτικά σχέδια. Όλος ο κόσμος σκεφτόταν αυτό και μόνο, να επινοήσει ένα νέο σύστημα για να το εφαρμόσει στο «κράτος» παρ’ όλες τις υφιστάμενες σχέσεις. Η προσωρινή κυβέρνηση συνέλαβε την ατυχή ιδέα να επινοήσει το φόρο των 45 σαντίμ για τους αγρότες: Οι εργάτες πίστευαν ότι τα 45 σαντίμ θα είχαν το ίδιο αποτέλεσμα όπως το δισεκατομμύριο: μία φορολογία της γαιοκτησίας – και εγκατέλειψαν το σχέδιο για το δισεκατομμύριο. Το Journal des Débats, όπως και η ηλίθια National τούς υποστήριξαν σε αυτή την άποψη και στα κύρια άρθρα τους ανέλυσαν ότι το αληθινό κεφάλαιο είναι η «γη», η αρχική γαιοκτησία και ότι η προσωρινή κυβέρνηση έχει πλήρες δικαίωμα να επιβάλλει αυτό το φόρο προς όφελος των εργατών. Όταν ξεκίνησε η πραγματική επιβολή του φόρου ανέκυψε από την πλευρά των αγροτών μία φοβερή κραυγή ενάντια στους εργάτες των πόλεων. «Τι;», είπαν οι αγρότες, «είμαστε σε χειρότερη θέση από τους εργάτες• αναγκαζόμαστε να δανειστούμε κεφάλαιο έναντι υπέρογκων τόκων για να μπορέσουμε ίσα ίσα να καλλιεργήσουμε τη γη μας και να θρέψουμε τις οικογένειές μας, και θα πρέπει τώρα εκτός από τους φόρους και τους τόκους για τον κεφαλαιοκράτη να πληρώσουμε και ένα τέλος συντήρησης για τους εργάτες;»
Ξεκίνησε τότε η γενική διαμαρτυρία, ότι έχει εξαφανιστεί η πίστωση, η confiance [η εμπιστοσύνη]. Από την άλλη πλευρά οι μικροαστοί δεν εγκατέλειπαν τον δικό τους respect de la propriété• πίστευαν ότι εάν αποκαθίστατο η «τάξις και η ασφάλεια» τότε θα επανερχόταν και η confiance, και τότε οι συναλλαγματικές τους θα προεξοφλούνταν με βάση την propriété τους. Είναι γνωστό πώς μετά τη μάχη του Ιουνίου [1848], όταν είχε αποκατασταθεί η ασφάλεια και η τάξις, η συνολική propriété κατέληξε στις τσέπες των τραπεζιτών ως επακόλουθο των δικαστικών κονκορδάτων, και πώς οι μικροαστοί κατανόησαν τη σημασία του «respect» μόνο όταν οι «propriété» τους είχαν πάει καλιά τους. Εκείνοι που την αντίστοιχη περίοδο υπέφεραν περισσότερο λόγω της χρηματικής κρίσης που είχε προκαλέσει η μεγαλοαστική τάξη, ήταν προφανώς οι εργάτες. Την ίδια περίοδο που η προσωρινή κυβέρνηση επινόησε τον διάσημο φόρο των 45 σαντίμ για να βγει από τις δυσκολίες της1, εμφανίστηκε στους τοίχους μία αφίσα υπογεγραμμένη από εργάτες, η οποία ξεκινούσε με τα λόγια: avez-vous besoin d’argent? (Χρειάζεστε χρήμα;) Στην αφίσα αυτή δηλωνόταν ρητά η απαίτηση της επιστροφής του δισεκατομμυρίου το οποίο είχε εγκριθεί το 1825 στους παλιννοστούντες εμιγκρέ ως αποζημίωση. Ποιοι ήταν οι τότε εμιγκρέ; Ακριβώς εκείνοι οι οποίοι είχαν υποκινήσει και διατηρήσει στο εξωτερικό τον πόλεμο ενάντια στη Γαλλία και οι οποίοι τώρα, υπό τη συνοδεία αλλοδαπών είχαν επιστρέψει στη Γαλλία. Ποιος βρισκόταν μεταξύ των εμιγκρέ τους οποίους ωφέλησε η αποζημίωση; Ο δούκας της Ορλεάνης, δηλαδή ο μόλις εκδιωγμένος βασιλιάς, και οι Νομιμόφρονες, δηλαδή οι φίλοι του προ πολλού εκδιωγμένου βασιλιά. Η Συντακτική και η Συμβατική [Εθνοσυνέλευση] είχαν διατάξει την κατάσχεση των κτημάτων των προδοτών εμιγκρέ• οι παλιννοστούντες βασιλιάδες και οι εμιγκρέ των δύο παλινορθώσεων2 είχαν σφετεριστεί για τους εαυτούς τους και τους φίλους τους την αποζημίωση. Οι βασιλιάδες είχαν [τώρα] και πάλι εκδιωχτεί, οι αποφάσεις της Συντακτικής και της Συμβατικής απέκτησαν και πάλι την πλήρη ισχύ τους, και τι ήταν πιο φυσικό από το ότι η αποζημίωση έπρεπε να ωφελήσει και πάλι το λαό. Η αφίσα, στην οποία η απαίτηση επιστροφής του δισεκατομμυρίου αναλυόταν με αυτό τον τρόπο, διαβάστηκε από τους εργάτες σε κλίμα γενικής ευφροσύνης• έστεκαν χιλιάδες μπροστά στην αφίσα και συζητούσαν με τον τρόπο τους το περιεχόμενό της. Αυτό διήρκεσε μία ολόκληρη ημέρα• την άλλη μέρα η αφίσα είχε εξαφανιστεί από τους τοίχους. Οι Νομιμόφρονες και οι Ορλεανιστές, οι οποίοι είχαν αναγνωρίσει τον συνολικό κίνδυνο που τους απειλούσε, είχαν μισθώσει με μπόλικο χρήμα ανθρώπους στους οποίους ανατέθηκε αποκλειστικά να εξαφανίσουν στη διάρκεια της νύχτας αυτή την αφίσα μέχρι το τελευταίο δείγμα της. Τον καιρό εκείνο υπήρχε ένα κύμα για νέα οργανωτικά σχέδια. Όλος ο κόσμος σκεφτόταν αυτό και μόνο, να επινοήσει ένα νέο σύστημα για να το εφαρμόσει στο «κράτος» παρ’ όλες τις υφιστάμενες σχέσεις. Η προσωρινή κυβέρνηση συνέλαβε την ατυχή ιδέα να επινοήσει το φόρο των 45 σαντίμ για τους αγρότες: Οι εργάτες πίστευαν ότι τα 45 σαντίμ θα είχαν το ίδιο αποτέλεσμα όπως το δισεκατομμύριο: μία φορολογία της γαιοκτησίας – και εγκατέλειψαν το σχέδιο για το δισεκατομμύριο. Το Journal des Débats, όπως και η ηλίθια National τούς υποστήριξαν σε αυτή την άποψη και στα κύρια άρθρα τους ανέλυσαν ότι το αληθινό κεφάλαιο είναι η «γη», η αρχική γαιοκτησία και ότι η προσωρινή κυβέρνηση έχει πλήρες δικαίωμα να επιβάλλει αυτό το φόρο προς όφελος των εργατών. Όταν ξεκίνησε η πραγματική επιβολή του φόρου ανέκυψε από την πλευρά των αγροτών μία φοβερή κραυγή ενάντια στους εργάτες των πόλεων. «Τι;», είπαν οι αγρότες, «είμαστε σε χειρότερη θέση από τους εργάτες• αναγκαζόμαστε να δανειστούμε κεφάλαιο έναντι υπέρογκων τόκων για να μπορέσουμε ίσα ίσα να καλλιεργήσουμε τη γη μας και να θρέψουμε τις οικογένειές μας, και θα πρέπει τώρα εκτός από τους φόρους και τους τόκους για τον κεφαλαιοκράτη να πληρώσουμε και ένα τέλος συντήρησης για τους εργάτες;»
Οι αγρότες αποκόπηκαν από την επανάσταση διότι αυτή αντί να προωθεί τα συμφέροντά τους τα έβλαπτε ακόμη περισσότερο. Οι εργάτες αναγνώρισαν το δόλο του φόρου που είχε υποκινήσει το αντιδραστικό κόμμα, τώρα μόλις έγινε σαφής και για αυτούς ο respect de la propriété: η διαφορά μεταξύ της τυπικής και της πραγματικής ιδιοκτησίας ήρθε στην επιφάνεια• διαπιστώθηκε ότι το αστικό κεφάλαιο είχε τρόπον τινά αποσπάσει το έδαφος από τη γη, ότι ο τυπικός ιδιοκτήτης του εδάφους είχε γίνει ένα βασάλος του κεφαλαιοκράτη και ότι ο φόρος έπληττε μόνο τον χρεωμένο βασάλο. Όταν λοιπόν τώρα ο πραγματικός γαιοκτήμονας μέσα από τη στέρηση της πίστωσης, μέσα από την υποθήκευση κ.λπ. έκανε τον φτωχό αγρότη να νοιώσει τη δύναμή του, τότε πια η επανάσταση έγινε μισητή για αυτόν τον τελευταίο. Οι Νομιμόφρονες, οι οποίοι μέσα από τη μεγάλη γαιοκτησία τους είχαν μεγάλη επιρροή στην ύπαιθρο, εκμεταλλεύτηκαν αυτή τη σχέση, και τότε γεννήθηκαν οι δολοπλοκίες των φιλομοναρχικών για τον Ερρίκο Ε΄. Υπό αυτές τις δυσάρεστες για την επανάσταση σχέσεις πλησίαζε η 15η Μαΐου. Η πρόταση του Μπαρμπέ για το δισεκατομμύριο, αν και εμφανίστηκε με διαφορετική μορφή, έπεσε σαν μια αστραπή στο λαό και τον πυροδότησε3. Ακόμη και η μάχη του Ιουνίου δεν μπόρεσε να πνίξει αυτή τη σκέψη για το δισεκατομμύριο, και τώρα, όπου η δίκη του Μπαρμπέ έχει ξεκινήσει στη Βρύγη, η σκέψη αυτή έχει αποκτήσει σάρκα και οστά μεταξύ των αγροτών. Να απαιτήσουν από τους Νομιμόφρονες, τους γαιοκτήμονες και τις αιματορουφήχτρες τους το δισεκατομμύριο το οποίο έχουν καταβάλλει αυτοί, οι αγρότες – αυτό είναι ένα δόλωμα πιο προκλητικό και από τον Ναπολέοντα. Η κινητοποίηση για την επιστροφή του έχει ήδη διαδοθεί σε όλη τη Γαλλία, και εάν επρόκειτο να αποφασιστεί μέσα από το γενικό εκλογικό δικαίωμα, τότε θα λάμβανε περισσότερες ψήφους από τον Ναπολέοντα. Η απαίτηση για το δισεκατομμύριο είναι το πρώτο επαναστατικό μέτρο που εκτοξεύει τους αγρότες στην επανάσταση. Οι αιτήσεις, οι οποίες έρχονται από όλες τις πλευρές, ο τόνος με τον οποίο είναι συνταγμένες, αποδεικνύουν ότι το μέτρο αυτό έχει ήδη απλώσει ρίζες. Στο Κλυνύ δεν απαιτείται απλώς η επιστροφή του δισεκατομμυρίου, αλλά και οι τόκοι προς 3 τοις εκατό, τους οποίους έχει αποδώσει από το 1825. Από την έναρξη της δίκης στη Βρύγη πληθαίνουν οι αιτήσεις με ένα τρόπο ο οποίος αρχίζει να γίνεται ανησυχητικός τόσο στους δικαστές της Βρύγης όσο και σε όλο το αντιδραστικό κόμμα. Το Αζέ, το Ανσέ, το Μαλέν, το Σεντ-Βιμπό, το Βιτό και μία μάζα άλλων κοινοτήτων έστειλαν και πάλι σήμερα αιτήσεις μέσω των λαϊκών αντιπροσώπων τους στο κοινοβούλιο. Με την επιγραφή «Rappel du Milliard» [Επιστροφή του δισεκατομμυρίου] τα περιοδικά καταγράφουν καθημερινά τα ονόματα νέων κοινοτήτων οι οποίες συμπαρατάσσονται με αυτό το μεγαλειώδες μέτρο. Σύντομα θα διαβάζει κανείς σε όλους τους τοίχους, σε όλες τις κοινότητες: «Rappel du Milliard», και όταν πια οι επικείμενες εκλογές θα πραγματοποιηθούν με αυτό το σύνθημα, τότε θα δούμε τι έχουν να αντιτάξουν σε αυτό το δισεκατομμύριο οι κεφαλαιοκράτες, είτε αυτοί ονομάζονται Νομιμόφρονες είτε Ορλεανιστές είτε αστοί, για να απωθήσουν τους δημοκρατικούς υποψήφιους, οι οποίοι με προίκα αυτό το δισεκατομμύριο θέλουν να μπουν στο νέο κοινοβούλιο για να το προωθήσουν ως βοηθητική χορηγία στους αγρότες και τους εργάτες. Αλλά και πάλι η υπόθεση δεν τελειώνει εδώ: Ο Λουδοβίκος Ναπολέων είχε υποσχεθεί παντού στους αγρότες όχι μόνο την επιστροφή του φόρου των 45 σαντίμ, αλλά και μία ελάφρυνση των φόρων γενικά. Στις αιτήσεις εκφράζεται η γενική απαίτηση να χρησιμοποιηθεί εν πολλοίς το δισεκατομμύριο για αυτό το σκοπό. Όσο αφορά τώρα τη νομική θεμελίωση της ίδιας της επιστροφής, αυτή έχει διατυπωθεί ήδη αμέσως μετά την επανάσταση του Ιουνίου 1830. Την περίοδο εκείνη διεκόπη η πληρωμή του υπόλοιπου ποσού για το δισεκατομμύριο. Το ότι δεν απαιτήθηκε η επιστροφή του ποσού που είχε ήδη καταβληθεί δεν είχε κανένα άλλο λόγο από το ότι ακριβώς ο Λουδοβίκος Φίλιππος και η οικογένειά του είχαν εισπράξει μεγάλο τμήμα αυτών των χρημάτων.
Καθώς είναι αδύνατο για το αντεπαναστατικό κόμμα να αμφισβητήσει τη δικαιοσύνη αυτών των μέτρων, αρκείται ενίοτε να τονίζει τη δυσκολία της διεκπεραίωσής του. Η δυσκολία, δηλαδή, θα συνίστατο στο να βρεθούν εκείνοι οι οποίοι εισέπραξαν μεγαλύτερα ή μικρότερα ποσά από αυτή την εγκεκριμένη αποζημίωση. Τίποτε δεν είναι ευκολότερο από αυτό. Ας αρχίσουμε με τα μεγάλα ποσά. Στην κορυφή του καταλόγου βρίσκεται ο δούκας της Ορλεάνης (ο κατοπινός Λουδοβίκος-Φίλιππος) και η αδελφή του η κα. Αδελαΐδα με 50 εκατομμύρια, και τα εκατομμύρια αυτά θα μπορούσε κανείς να τα πάρει από τα αναρίθμητα κτήματα τα οποία επέστρεψε προσφάτως η Εθνοσυνέλευση στη βασιλική οικογένεια.
Ο πρίγκιπας της Κοντέ εισέπραξε 30 εκατομμύρια, και ποιος τα κληρονόμησε; Ο δούκας του Ομάλ και η κυρία ντε Φεσέρ. Εδώ λοιπόν θα μπορούσε να γίνει μια ωραία αρχή. Η βασιλική οικογένεια έχει τεράστια δάση και κτήματα στη Γαλλία, και οι αγρότες έχουν ήδη αρχίσει να υπολογίζουν τι έχουν χάσει από το γεγονός ότι δεν τους επεστράφη το δισεκατομμύριο ήδη το 1830.
* Μετάφραση: Θανάσης Γκιούρας. Τίτλος πρωτοτύπου: Die Milliarde. Το κείμενο δημοσιεύθηκε ως κύριο άρθρο στη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου, αρ. 247, 16.3.1849. Οι σημειώσεις εντός αγκυλών και οι υποσημειώσεις είναι του μεταφραστή.
1. Ο επιπρόσθετος φόρος των 45 σαντίμ (100 σαντίμ = 1 φράγκο) για κάθε φράγκο σε όλους τους άμεσους φόρους αποφασίστηκε από την προσωρινή κυβέρνηση στις 16.3.1848, προκαλώντας μεγάλη δυσαρέσκεια, ιδιαίτερα μεταξύ των αγροτών.
2. Εννοούνται οι παλινορθώσεις του 1814 και του 1815.
3. Ο Αρμάν Μπαρμπέ ήταν ένας από τους ηγέτες της επανάστασης του 1848, έχοντας εμπλακεί ενεργά και στην επανάσταση του 1830. Το 1849 καταδικάστηκε σε εξορία στο νησί Μπελ-Ιλ, όπου έζησε πέντε χρόνια σε μία υπόγεια φυλακή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου