…σφαγή ανωφελής και ανηλεής
Από τη στήλη Ιστορία της εφημερίδας Το Ποντίκι, 30/09/2010
Η ιστορία της Τριπολιτσάς κρατά από τον 14ο αιώνα καθώς οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια των οικισμών της Μαντινείας, της Τεγέας και του Παλλαντίου. Η πόλη εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο και μάλιστα κατά την εποχή των Ορλοφικών το 1770 έγινε εκ μέρους των Ελλήνων μια προσπάθεια να καταληφθεί. Αυτή η απόπειρα πολιορκίας απέτυχε και είχε ως θλιβερή συνέπεια τη σφαγή του ελληνικού πληθυσμού. Το 1786 υπήρξε έδρα του βιλαετιού του Μοριά με διοικητή τον πασά του Μορέως. Η πόλη, από τα προεπαναστατικά ακόμα χρονιά αναδείχτηκε ως το σημαντικότερο διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Τριπολιτσά απέκτησε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία - όλες οι οδικές αρτηρίες που οδηγούσαν στην Πελοπόννησο ήταν υπό τον έλεγχο της. Την επίμαχη περίοδο της επανάστασης, πασάς στην περιοχή ήταν ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς. Τότε την πρωτεύουσα της Πελοποννήσου κατοικούσαν οι διαπρεπέστεροι Τούρκοι αξιωματούχοι. Η πόλη είχε μεγάλη οικονομική και πολιτική ισχύ. Τη χρονιά της άλωσης της Τριπολιτσάς, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, κατοικούσαν εκεί 13.000 Έλληνες, 7.000 Τούρκοι και 400 Εβραίοι.
Μέρες του ‘21
Πριν από την έναρξη της επανάστασης, οι Τούρκοι υποψιάζονταν ότι η Τριπολιτσά δεν θα απέφευγε μια στρατιωτική επιχείρηση από μέρους των Ελλήνων. Θεώρησαν λοιπόν καλό να λάβουν κάποια προληπτικά μετρά, τα οποία προέβλεπαν διωγμούς και συλλήψεις των Ελλήνων στις γύρω περιοχές. Από τα μετρά αυτά δεν γλίτωσαν και αρκετοί αρχιερείς αλλά και πρόκριτοι, τους οποίους οι τούρκικες αρχές θεώρησαν καλό να κρατήσουν ως ομήρους πιστεύοντας πως έτσι θα είχαν τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν σε μιαν ενδεχόμενη επίθεση κατά της πόλης. Οι περισσότεροι από αυτούς κρατήθηκαν στις φυλακές και αρκετοί δεν γλίτωσαν τα βασανιστήρια και την εκτέλεση.
Τη χρονιά που ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, η Τριπολιτσά διέθετε οχυρωματικό τείχος καθώς και τηλεβόλα και κανόνια. Σύμφωνα με τον Maxime Raybaud, η πόλη «προστατευόταν από τείχος πλάτους δύο μέτρων στη βάση και 70εκ. στην άκρη του και ύψους περίπου 4μέτρων, με πύργους, μερικοί εκ των οποίων ήταν εξοπλισμένοι με κανόνια και ημισελήνους τοποθετημένες ανά τακτά διαστήματα κατά μήκος των 3,5χλμ. του». Στο τείχος, που δεν ήταν κυκλικό, υπήρχαν έξι πύλες. όπως επίσης κι ένα μικρό τετράγωνο φρούριο στο εσωτερικό του, σε ένα νοτιοδυτικό ύψωμα. Αδύνατο σημείο της οχύρωσης ήταν το γεγονός ότι το τείχος δεν ήταν συνεκτικά χτισμένο και δεν θα άντεχε σε μια σφοδρή επίθεση∙ επίσης το γεγονός ότι το κάστρο βρισκόταν στην πεδιάδα, πράγμα που το καθιστούσε ευάλωτο και, τέλος, ότι σε περίπτωση πολιορκίας δεν υπήρχε η δυνατότητα βοήθειας από θαλασσής. Σύμφωνα πάλι με τον Maxime Raybaud, «ο πληθυσμός της πόλης είχε διπλασιαστεί από την αρχή του πολέμου και είχε φτάσει σύμφωνα με διάφορες πηγές, από 25.000 έως και 30.000 κατοίκους».
Όταν άρχισαν οι πρώτες αψιμαχίες της επανάστασης και οι πρώτοι σκοτωμοί, οι Τούρκοι της Πελοποννήσου τρομοκρατήθηκαν και κατέφευγαν σε πόλεις που διέθεταν ισχυρά κάστρα. Στην Τριπολιτσά, σύμφωνα με τον D. Brewer, «πριν από την έναρξη της πολιορκίας, όλοι οι Έλληνες είχαν διαφύγει, εκτός από 38 ομήρους, μεταξύ των οποίων ήταν και πέντε επίσκοποι που είχαν κληθεί νωρίτερα από τις οθωμανικές αρχές με κάποια διοικητική αφορμή». Βασικός εισηγητής της πολιορκίας υπήρξε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος είχε καθώς φαίνεται κατανοήσει τη στρατηγική σημασία της πόλης και τον ουσιαστικό ρολό που έπαιζε η κατάληψή της για την απελευθέρωση ολόκληρης της Πελοποννήσου. Σε αντίθεση με αυτόν, πολλοί οπλαρχηγοί υποστήριζαν ότι θα ήταν καλύτερα να κινηθούν εναντίον των μικρών μεσσηνιακών κάστρων.
Η πολιορκία
Μέσα από τα τείχη της πόλης πρέπει να βρίσκονταν πάνω από 30.000 άμαχοι Τούρκοι, Αρβανίτες και Εβραίοι, ενώ σε αρκετές χιλιάδες ανέρχονταν οι ένοπλοι υπερασπιστές της. Έξω από τα τείχη την πολιορκία είχαν αναλάβει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, ο Γιατράκος κι ο Αναγνωσταράς. Νωρίτερα, ο Δημήτριος Υψηλάντης είχε αποτραβηχτεί στην Κόρινθο σε ένδειξη διαμαρτυρίας εξαιτίας των λεηλασιών και της λαφυραγωγίας στην οποία είχαν υποπέσει τα στρατεύματα, ισχυριζόμενος ότι παρόμοια συμπεριφορά δεν είναι συμβατή με τις αρχές ενός τακτικού στρατού.
Έπειτα από μια σειρά νικηφόρων μαχών των ελληνικών δυνάμεων εναντίον του τούρκικου στρατού, στο Λεβίδι, στο Βαλτέτσι, στη Γράνα και στα Δολιανά, οι ελπίδες των πολιορκημένων λιγόστεψαν και μάλιστα ορισμένοι από αυτούς άρχισαν να έρχονται σε ιδιωτικές διαπραγματεύσεις με τους πολιορκητές, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη διαφυγή τους από την πόλη. Έναντι σημαντικών χρηματικών ανταλλαγμάτων, οι πιο πλούσιες οικογένειες, ερχόμενες σε επαφή με κάποιους εκ των Ελλήνων οπλαρχηγών, διασφάλισαν την έξοδό τους από την πόλη. Ο Raybaud αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Μαυρομιχαλαίοι, η Μπουμπουλίνα, ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί κατάφεραν να κάνουν περιουσίες μέσα σε λίγες μέρες με αυτές. τις «κατάπτυστες δοσοληψίες». Εξαίρεση σε αυτό το άθλιο -είναι η αλήθεια- παζάρεμα. υπήρξε ο Νικηταράς, καθώς αναφέρει και ο Maxime Raybaud.
Επίσης, οι Brunet de Presle και Alexandre Blanchet αναφέρουν ότι οι Αλβανοί της πόλης, ύστερα από ξεχωριστή συμφωνία και υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη, και παρά την έντονη αντίθεση του Ανδρέα Λόντου (επειδή οι Αλβανοί αυτοί είχαν λεηλατήσει τη Βοστίτσα), διέφυγαν στην Ήπειρο. Και ενώ κρατούσε η πολιορκία, οι Έλληνες προσπαθούσαν να έρθουν σε μια συμφωνία η οποία θα όριζε τον τρόπο που θα μοιράζονταν τα λάφυρα αυτής της πλούσιας πόλης.
Συμφωνήθηκε τελικά ότι δίκαιο ήταν οι στρατιώτες, που από την αρχή της πολιορκίας δεν είχαν πληρωθεί, να λάβουν τα τρία τέταρτα της λείας και το υπόλοιπο ένα τέταρτο να καταλήξει στο Εθνικό Θησαυροφυλάκιο. Μάλιστα ο D. Brewer αναφέρει ότι θεσπίστηκαν ειδικές αμοιβές για κάθε αιχμάλωτο Τούρκο, ενώ μέχρι τότε πληρώνονταν μονό για τα κομμένα κεφάλια που έφερναν στο στρατόπεδο (τρεις πιάστρες). Ο Maxime Raybaud, ωστόσο, ισχυρίζεται ότι τα κομμένα κεφάλια παρέμεναν στο στρατόπεδο, όπου προκαλούσαν μεγάλη δυσοσμία και δεν είχαν παραδοθεί για χρήματα.
Η άλωση
Στη διάρκεια της πολιορκίας, το στράτευμα παρακολουθούσε με νευρικότητα τις συναλλαγές των οπλαρχηγών με τους πολιορκημένους. «Οι στρατιώτες δυσαρεστημένοι που έβλεπαν τελευταία στιγμή τη λεία, στην οποία είχαν υπολογίσει, να εξανεμίζεται πριν από την ώρα της, εκδήλωναν τη δυσαρέσκεια τους» (Maxime Raybaud). Για ακόμα μια φορά επιβεβαιωνόταν στην ιστορία ότι η δύναμη του χρήματος ξεπερνά κάθε άλλη, μια και οι πλούσιοι, αυτοί που είχαν μετρητά, θα σώζονταν από τη σφαγή που ακολούθησε.
Τελικά, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1921, ο οπλαρχηγός Δούνιας από την Κυνουρία αναρριχάται πάνω στο τείχος και καταφέρνει να ανοίξει τη μια από τις έξι πόρτες της πόλης, την πύλη του Αναπλιού. Τότε όλα τελείωσαν και οι δυνάμεις των επαναστατημένων Ελλήνων χίμηξαν ασυγκράτητες στο εσωτερικό υπό την αρχηγία του Θ. Κολοκοτρώνη. Η Τρίπολη είχε παραδοθεί.
...Και η σφαγή των αμάχων
Οι σφαγές που θα ακολουθούσαν, πήραν διαστάσεις εθνοκάθαρσης, έτσι που η άλωση της Τριπολιτσάς να μείνει στην ιστορία ως ένα αμφιλεγόμενο γεγονός. Τρεις συνεχόμενες μέρες, ο ελληνικός στρατός έσφαζε αμάχους Τούρκους και Εβραίους, μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά, ακόμα και βρέφη. Κατά τον J.M. Wagstaff, τα θύματα αριθμούσαν «ανάμεσα σε 10.000 και 15.000». Κατά τη «Σύγχρονο Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη», οι σφαγιασθέντες ανέρχονταν σε περίπου 12.000. Σύμφωνα με τον συνεκδότη της «Encyclopedia Americana» Thomas Gamaliel Bradford, τα θύματα ήταν 8.000, ενώ κατά τον Τόμας Κέρτις τα θύματα ήταν 6.000. Στην κλασική «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ο Έλληνας ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος αναφέρει σχετικά με τη σφαγή: «Συνέβη σφαγή ανωφελής και ανηλεής πολλών χιλιάδων οσμανιδών»… «ημπορεί ίσως να εξηγηθή εκ του προαιωνίου μεταξύ των δύο φυλών και θρησκειών πάθους, αλλά να δικαιολογηθή δεν επιτρέπεται».
Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι η άποψη για το ακραίο αυτό ιστορικό γεγονός του Κωστή Παπαγιώργη, όπως αυτή διατυπώνεται στο βιβλίο του «Κανέλος Δεληγιάννης»: «Εντούτοις αυτό που θεωρήθηκε εθνική ντροπή ήταν στην πραγματικότητα μια εθνική ανάσταση - έστω και ανόσια. Μόνο με την άλωση της Τριπολιτσάς, οι ραγιάδες μυήθηκαν στο βαθύτερο νόημα του πολέμου που είχαν κηρύξει. Δεν υπήρχε πλέον κανένα περιθώριο συμβιβασμού ανάμεσα στους δύο λαούς. Ο πόλεμος θα έφτανε μέχρις εσχάτων. Μέσα στην πρωτάκουστη αιματοχυσία και στο λύθρο οι επαναστάτες έπαιρναν ουσιαστικά το αληθινό πολεμικό βάπτισμα. Και βεβαία δεν χρειάζεται να δικαιολογούμε τις μαύρες σκηνές που εκτυλίχθηκαν στους δρόμους και στα σπίτια της πρωτεύουσας με το μένος αιώνων κατά του τυράννου. Οι Μοραΐτες μετρούσαν μόλις έναν αιώνα σκλαβιάς. Είχαν όμως ανάγκη μια κατάσταση απόλυτου ασυδοσίας για να ανακτήσουν τη φυλετική τους αυτοπεποίθηση. Και την ανέκτησαν με μια αθεμιτουργία που δεν βρήκε ποτέ τον υμνητή της. Το νεοσύστατο κράτος είχε ανάγκη την προβολή ηρωικών θυσιών, γι' αυτό το Μεσολόγγι απέβη εθνικό σύμβολο ενώ η Τρίπολη αποσιωπήθηκε».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου