3 Νοε 2010

Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ και ΑΠΟ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΕΙ ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ

Πρέπει τώρα να ξαναγυρίσουμε στην έκφραση «αξία, ή τιμή της εργασίας».

Είδαμε ότι στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για την αξία της εργατικής δύναμης, που μετριέται με τις αξίες των εμπορευμάτων που είναι απαραίτητα για τη διατήρησή της. Εφόσον όμως ο εργάτης παίρνει το μισθό της εργασίας του ύστερα από την εκτέλεση της εργασίας του και επειδή, χώρια απ’ αυτό, ξέρει ότι αυτό που δίνει πραγματικά στον κεφαλαιοκράτη είναι η εργασία του, η αξία ή τιμή της εργατικής του δύναμης αναγκαστικά εμφανίζεται σ’ αυτόν σαν η τιμή ή αξία της ίδιας της εργασίας τον. Αν η τιμή της εργατικής του δύναμης είναι 3 σελίνια, που μέσα σ’ αυτά είναι αντικειμενοποιημένες 6 ώρες εργασίας κι αν αυτός εργάζεται 12 ώρες, τότε θεωρεί κατ’ ανάγκη αυτά τα 3 σελίνια σαν την αξία ή την τιμή 12 ωρών εργασίας, αν και οι 12 αυτές ώρες εργασίας αντικειμενοποιούνται μέσα σε μια αξία 6 σελινιών. Απ’ αυτό βγαίνουν δυο συμπεράσματα:

Πρώτο. Η αξία ή τιμή της εργατικής δύναμης παίρνει την όψη της τιμής ή της αξίας της ίδιας της εργασίας, αν και, για να μιλήσουμε ακριβολογημένα, αξία και τιμή της εργασίας είναι όροι δίχως νόημα.

Δεύτερο. Παρά το γεγονός ότι μονάχα ένα μέρος από την καθημερινή εργασία του εργάτη πληρώνεται, ενώ το άλλο μέρος μένει απλήρωτο και ενώ αυτή η απλήρωτη εργασία ή υπερεργασία αποτελεί ακριβώς το ποσό από το οποίο σχηματίζεται η υπεραξία ή το κέρδος, ωστόσο, φαίνεται σαν όλη η εργασία να είναι πληρωμένη εργασία.

Αυτή η απατηλή όψη διακρίνει τη μισθωτή εργασία από τις άλλες ιστορικές-μορφές της εργασίας. Πάνω στη βάση του μισθωτού συστήματος, ακόμα και η απλήρωτη εργασία παρουσιάζεται σαν πληρωμένη. Στο δούλο, αντίθετα, και το πληρωμένο ακόμα μέρος της εργασίας του εμφανίζεται σαν απλήρωτο. Φυσικά, ο δούλος για να δουλεύει πρέπει να ζει, και ένα μέρος από την ημέρα της εργασίας του πάει για την αναπλήρωση της αξίας που καταναλώθηκε για τη δική του τη συντήρηση. Επειδή όμως ανάμεσα σ’ αυτόν και στον κύριό του δεν κλείνεται καμιά εμπορική συναλλαγή και δε γίνονται κανενός είδους πράξεις πώλησης και αγοράς ανάμεσα στα δυο μέρη, όλη του η εργασία φαίνεται να παραχωρείται χάρισμα.

Πάρτε, από την άλλη μεριά, το δουλοπάροικο (κολίγο) αγρότη, που ως τα χτες, θα έλεγα, υπήρχε σ’ όλη την Ανατολική Ευρώπη. Ο αγρότης αυτός εργαζόταν, λ.χ., 3 μέρες για τον εαυτό του στο δικό του χωράφι ή στο χωράφι που του καθορίστηκε, και τις ερχόμενες τρεις μέρες έκανε αναγκαστική απλήρωτη εργασία (αγγαρεία) στο κτήμα του τσιφλικά. Εδώ λοιπόν το πληρωμένο και το απλήρωτο μέρος της εργασίας ήταν αισθητά χωρισμένα, χωρισμένα σε χρόνο και σε τόπο. Και οι φιλελεύθεροι μας ξεχείλιζαν από ηθική αγανάκτηση για την παράλογη ιδέα να βάζεις έναν άνθρωπο να δουλεύει δωρεάν.

Στην πραγματικότητα όμως, αν ένας εργάζεται τρεις μέρες τη βδομάδα για τον εαυτό του στο δικό του χωράφι και τρεις μέρες δωρεάν στο κτήμα του τσιφλικά του, ή αν εργάζεται 6 ώρες τη μέρα στη φάμπρικα ή στο εργαστήρι για τον εαυτό του και 6 ώρες για τον εργοδότη του, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, αν και στη δεύτερη περίπτωση το πληρωμένο και το απλήρωτο κομμάτι της δουλειάς είναι ανακατωμένα μ’ έναν αξεδιάλυτο τρόπο μεταξύ τους, έτσι που η φύση όλης της συναλλαγής συγκαλύπτεται ολότελα με τη μεσολάβηση ενός συμβολαίου και με το μισθό πον εισπράττεται στο τέλος της βδομάδας. Η δωρεάν εργασία εμφανίζεται στη μια περίπτωση σαν εθελοντικό δώρο και από την άλλη σαν αγγαρεία. Αυτή είναι όλη η διαφορά.

Εκεί λοιπόν που θα χρησιμοποιώ τη λέξη «αξία της εργασίας», θα τη χρησιμοποιώ σαν λαϊκό συμβατικό όρο για την «αξία της εργατικής δύναμης».

ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΩΛΗΣΗ ΕΝΟΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ
ΣΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥ

Υποθέστε ότι μια ώρα μέσης εργασίας είναι αντικειμενοποιημένη σε μια αξία που είναι ίση με 6 πένες ή 12 ώρες μέσης εργασίας αντικειμενοποιημένες σε 6 σελίνια. Υποθέστε ακόμα ότι η αξία της εργασίας είναι 3 σελίνια ή το προϊόν εξάωρης εργασίας. Αν λοιπόν στις πρώτες ύλες, στις μηχανές κλπ., που καταναλώνονται μέσα σ’ ένα εμπόρευμα, θα ήταν αντικειμενοποιημένες 24 ώρες μέσης εργασίας, τότε η αξία του θα ανέβαινε σε 12 σελίνια. Αν επιπλέον ο εργάτης που απασχολεί ο κεφαλαιοκράτης προσθέτει 12 ώρες εργασίας στα μέσα αυτά παραγωγής, τότε οι 12 αυτές ώρες θα αντικειμενοποιούνταν σε μια πρόσθετη εργασία 6 σελινιών. Η συνολική αξία του προϊόντος θα ανερχόταν επομένως σε 36 ώρες αντικειμενοποιημένης εργασίας και θα ισοδυναμούσε με 18 σελίνια. Επειδή όμως η αξία της εργασίας ή ο μισθός της εργασίας που πληρώνεται στον εργάτη θα ήταν μονάχα 3 σελίνια, τότε ο κεφαλαιοκράτης δε θα πλήρωνε κανένα ισοδύναμο για την εξάωρη υπερεργασία που έκανε ο εργάτης και που είναι αντικειμενοποιημένη μέσα στην αξία του εμπορεύματος. Αν λοιπόν ο κεφαλαιοκράτης πουλούσε το εμπόρευμα αυτό στην αξία του, που είναι 18 σελίνια, θα πραγματοποιούσε μια αξία από 3 σελίνια, για την οποία δεν πλήρωσε κανένα ισοδύναμο. Αυτά τα 3 σελίνια θα αποτελούσαν την υπεραξία ή το κέρδος, που το τσεπώνει αυτός. Ο κεφαλαιοκράτης επομένως θα πραγματοποιούσε το κέρδος των 3 σελινιών, όχι πουλώντας το εμπόρευμα αυτό σε μια τιμή πέρα και πάνω από την αξία του, αλλά πουλώντας το στην πραγματική του αξία.

Η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από το συνολικό ποσό εργασίας που περιέχεται μέσα σ’ αυτό. Ένα μέρος όμως απ’ αυτό το ποσό εργασίας είναι αντικειμενοποιημένο σε μια αξία, για την οποία πληρώθηκε ένα ισοδύναμο με τη μορφή του μισθού της εργασίας, ένα άλλο μέρος σε μια αξία, για την οποία δεν πληρώθηκε κανένα ισοδύναμο. Ένα μέρος από την εργασία που περιέχεται μέσα στο εμπόρευμα είναι πληρωμένη εργασία. Ένα άλλο μέρος είναι απλήρωτη εργασία. Όταν λοιπόν ο κεφαλαιοκράτης πουλά το εμπόρευμα στην αξία του, δηλαδή σαν την αποκρυστάλλωση του συνολικού ποσού εργασίας που χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτό, τότε πρέπει αναγκαστικά να το πουλά με κέρδος. Δεν πουλάει μονάχα αυτό που του στοίχισε ένα ισοδύναμο, αλλά πουλά επίσης κι αυτό που δεν του στοίχισε τίποτα, παρ’ όλο ότι στοίχισε την εργασία του εργάτη του. Τα έξοδα παραγωγής του εμπορεύματος για τον κεφαλαιοκράτη και τα πραγματικά του έξοδα παραγωγής είναι διαφορετικά πράγματα. Γι’ αυτό, επαναλαμβάνω ότι τα κανονικά και μέσα κέρδη γίνονται με την πώληση των εμπορευμάτων, όχι πάνω από τις αξίες τους, αλλά στις πραγματικές αξίες τους.

------------------------------------

Καρλ Μαρξ, Μισθός, Τιμή και Κέρδος, κεφ. 9ο-10ο, σελ. 50 – 54, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή 2003

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου