ΕΝΔΕΚΑΤΟ: Η κατάσταση όμως άλλαξε με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Μαζί με την Εβραϊκή κοινότητα εξαφανίστηκαν και τα τελευταία ίχνη της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τον ίδιο περίπου καιρό σταμάτησαν και οι εμφύλιοι πόλεμοι ανάμεσα στους Ρωμαίους.
Στους δύο αιώνες από τους Μακκαβαίους μέχρι την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο, η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου βρισκόταν σε συνεχή αναβρασμό. Το ένα καθεστώς έπεφτε ύστερα από το άλλο. Το ένα έθνος πίσω από το άλλο έχανε την ανεξαρτησία του και την κυρίαρχη θέση του. Η δύναμη, που άμεσα είτε έμμεσα, προκάλεσε όλες αυτές τις επαναστάσεις, η Ρωμαϊκή κοινοπολιτεία, κατακομματιάσθηκε από τις πιο θυελλώδικες εσωτερικές ταραχές της περιόδου αυτής, από τους Γράκχους μέχρι τον Βεσπασιανό, ταραχές που είχαν την πηγή τους στις στρατιές και στους στρατηγούς τους.
Τα χρόνια αυτά ήταν μια περίοδος, κατά την οποία η αναμονή ενός Μεσσία, όλο και εντεινόταν, και σταθεροποιούνταν περισσότερο. Στο διάστημα αυτό, καμιά πολιτική οργάνωση δεν φαινόταν αρκετά προσωρινές, ενώ μια πολιτική επανάσταση ήταν κάτι το αναπόφευκτο, κάτι που το περίμεναν πάντα. Επί Βεσπασιανού, η στρατιωτική μοναρχία απέκτησε τελικά την οικονομική υποστήριξη, που χρειαζόταν ένας αυτοκράτορας για να κάνει οποιονδήποτε ανταγωνισμό αδύνατο, δηλαδή αφαιρούσε την δυνατότητα από οποιονδήποτε ανταγωνιστή να εξαγοράσει την εύνοια των στρατιωτών. Κι έτσι, για πολύ καιρό, στέρεψε και η πηγή των συνεχών στρατιωτικών πραξικοπημάτων.
Κι έτσι, άρχισε ο «Χρυσός αιώνας» της Αυτοκρατορίας, μια γενική κατάσταση εσωτερικής ειρήνης, που διατηρήθηκε πάνω από εκατό χρόνια, από το Βεσπασιανό (69) ως τον Κόμμοδο (180). Αν κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες οι ταραχές αποτελούσαν τον κανόνα, στον αιώνα αυτόν αντίθετα κανόνας ήταν η ησυχία. Οι πολιτικές αλλαγές, που ήταν πριν ένα φυσιολογικό πράγμα, τώρα κατάντησαν κάτι το αφύσικο. Η υποταγή στην Αυτοκρατορική δύναμη, η υπομονετική πειθαρχικότητα, τώρα έπαιρνε την μορφή, όχι απλώς του σύμβουλου σύνεσης για τους δειλούς, αλλά προωθούσε βαθιές ρίζες, σαν μια ηθική υποχρέωση.
Αυτό, φυσικά, είχε την επίδρασή του και στην Χριστιανική κοινότητα. Δεν τους χρειαζόταν πια ο Μεσσίας της ανταρσίας μια και είχε ικανοποιήσει την Εβραϊκή σκέψη. Η ίδια η ηθική τους σκέψη εξεγειρόταν τώρα ενάντια σε κάτι το παρόμοιο. Μια όμως και είχαν συνηθίσει να λατρεύουν τον Ιησού σαν Θεό τους, το συμπύκνωμα όλων των αρετών, η αλλαγή που επακολούθησε, δεν πήρε την μορφή της εγκατάλειψης του προσώπου του αντάρτη Ιησού και της αντικατάστασής της από την ιδανική εικόνα μιας άλλης διαφορετικής προσωπικότητας, που θα ταίριαζε καλύτερα στις καινούργιες συνθήκες. Αντίθετα, η Χριστιανική κοινότητα αφαιρούσε συστηματικά κάθε τι το αντάρτικο από την εικόνα του Θεού Ιησού, αλλάζοντας τον αντάρτη Ιησού σε πρόσωπο βασανισμένο, που θανατώθηκε, όχι γιατί είχε γίνει κάποια ανταρσία, αλλά μόνο και μόνο γιατί ήταν απεριόριστα καλός και άγιος θύμα ύπουλων και εγκληματικών δυνάμεων.
Ευτυχώς, που οι διάφορες αναθεωρήσεις έχουν γίνει κατά τόσο χοντροφτιαγμένο τρόπο, ώστε από κάτω να προβάλουν τα αρχικά χρώματα και να είναι δυνατό να βγάλει κανείς συμπεράσματα για την όλη εικόνα. Κι ακριβώς, επειδή τα κατάλοιπα αυτά δεν ταιριάζουν με τις κατοπινές αναθεωρήσεις, μπορούμε στα σίγουρα να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας, πώς πρόκειται για αποσπάσματα μιας προηγούμενης, αληθινής αφήγησης.
Από την άποψη αυτή – όπως και από άλλες απόψεις, που μέχρι τώρα έχουμε μελετήσει – η εικόνα του Μεσσία, στα πρώτα χρόνια της Χριστιανικής κοινότητας, συνέπιπτε πέρα για πέρα, με την αρχική Εβραϊκή αντίληψη. Και ήταν μόνο η κατοπινή Χριστιανική κοινότητα, που άρχισε να απομακρύνεται από αυτήν.
ΔΩΔΕΚΑΤΟ: Η αντίληψη για τον Μεσσία μπορούσε να ριζωθεί έξω από τον Ιουδαϊσμό, μόνο σε μια με κομμουνιστική μορφή Χριστιανική κοινότητα του σταυρωμένου Μεσσία. Και μόνο με την πίστη στον Μεσσία και στην ανάσταση μπορούσε μια κομμουνιστική οργάνωση να εδραιωθεί και να αναπτυχθεί σαν παράνομος σύνδεσμος στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ενωμένες οι δύο αυτές ιδέες – ο κομμουνισμός και η πίστη στον Μεσσία – έγιναν ακατάβλητες. Εκείνο στο οποίο είχε μάταια ελπίσει ο Ιουδαϊσμός από τον Μεσσία του, βασιλικής προέλευσης, το πραγματοποίησε το προλεταριάτο με τον σταυρωμένο Μεσσία: υποδούλωσε την Ρώμη, γονάτισε τους Καίσαρες και κατέκτησε τον κόσμο. Δεν τον κατέκτησε όμως για το προλεταριάτο. Στην πορεία της νικηφόρας του εκστρατείας, η προλεταριακή, κομμουνιστική οργάνωση αλληλεγγύης, μετατράπηκε στον πιο ισχυρό μηχανισμό του κόσμου, με σκοπό την κυριαρχία και την εκμετάλλευση. Το διαλεκτικό αυτό προτσές δεν παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Ο σταυρωμένος Μεσσίας δεν ήταν ούτε ο πρώτος, αλλά ούτε κι ο τελευταίος κατακτητής, που τελειώνοντας, έστρεψε τις στρατιές του με τις οποίες νίκησε, ενάντια στον ίδιο τον δικό του λαό, που τον υποδούλωσε και τον σκλάβωσε.
Ο Καίσαρ κι ο Ναπολέων ήταν επίσης δημιουργήματα από δημοκρατικές νίκες.
ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ: Ο Εβραϊκός πόλεμος έδειξε στους εχθρούς του Εβραϊσμού πόσο δυνατός και επικίνδυνος ήταν. Και το ξέσπασμα αυτό της έντονης απογοήτευσης, οδήγησε την αντίθεση ανάμεσα στον Ιουδαϊσμό και τους Εθνικούς, σε οξύτερο σημείο. Θυμίζει κάτι από τις σφαγές του Ιουνίου του 1848 και την Παρισινή κομμούνα, ως προς το ταξικό μίσος, ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη του δέκατου ένατου αιώνα. Βάθυνε, επίσης, το χάσμα ανάμεσα στον Εβραϊκό Χριστιανισμό και τον Εθνικό Χριστιανισμό, τείνοντας πάντα να αφαιρέσει το έδαφος, κάτω από τα πόδια του πρώτου. Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ εσήμανε και την έλλειψη πια κάθε βάσης, για ένα ανεξάρτητο ταξικό κίνημα του Εβραϊκού προλεταριάτου. Κάθε παρόμοιο κίνημα προϋποθέτει την ανεξαρτησία του έθνους. Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, Εβραίοι υπήρχαν μόνο σε ξένες χώρες, ανάμεσα σ’ εχθρούς, που τους μισούσαν και τους εδίωκαν όλους, στον ίδιο βαθμό φτωχούς και πλούσιους, και που ενάντιά τους ήταν υποχρεωμένοι ν’ αντιταχθούν όλοι μαζί ενωμένοι. Κι έτσι, η φιλανθρωπία των πλούσιων προς τους φτωχούς συμπατριώτες τους, αναπτύχθηκε πάρα πολύ στον Ιουδαϊσμό. Το αίσθημα της εθνικής αλληλεγγύης ξεπέρασε κατά πολύ την ταξική αντίθεση. Κι έτσι, σιγά σιγά ο Χριστιανισμός έχασε την δύναμη της προπαγάνδας του. Αργότερα, ο Χριστιανισμός, αλλάζοντας από ένα κίνημα μέσα στον Ιουδαϊσμό, σ’ ένα κίνημα έξω απ’ αυτόν, και στην πραγματικότητα, ενάντια σ’ αυτόν. Με τον καιρό, όλο και περισσότερο το Χριστιανικό αίσθημα έτεινε να γίνει ταυτόσημο με το αντι-Εβραϊκό.
Με την πτώση της Εβραϊκής κοινοπολιτείας, έχασαν την βάση τους και οι Εβραιο-εθνικές ελπίδες για τον ερχομό του Μεσσία. Μπορούσαν να συνεχίζουν να υπάρχουν για μερικές δεκάδες χρόνια ακόμα, παρουσιάζοντας μερικές επιθανάτιες αναλαμπές, αλλά, ωστόσο, από την άποψη του αποφασιστικού παράγοντα στην πολιτική και κοινωνική εξέλιξη, η εκμηδένιση του Εβραϊκού κεφαλαίου ήταν ένα θανάσιμο πλήγμα για τις ελπίδες αυτές.
Κι έτσι είχαν τα πράγματα, με τις ελπίδες των Εθνικών Χριστιανών για τον Μεσσία. Η ιδέα για τον Μεσσία διατηρούσε την ζωτικότητά της, μόνο στην μορφή του σταυρωμένου Μεσσία, μόνο στην μορφή του κατ’ εξοχήν Εβραίου Μεσσία που μεταφρασμένος στα Ελληνικά θα ήταν Χριστός.
Στην πραγματικότητα, οι Χριστιανοί ήταν ικανοί να μετατρέψουν το φοβερό γεγονός, που σήμαινε την ολοκληρωτική καταστροφή της Εβραϊκής ελπίδας για τον Μεσσία σ’ ένα θρίαμβο του Χριστού τους. Η Ιερουσαλήμ τώρα εμφανιζόταν σαν εχθρός του Χριστού και η καταστροφή της, σαν αποτέλεσμα εκδίκησης του Χριστού, σαν μια φοβερή απόδειξη της νικηφόρας του δύναμης.
ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ, είχε κι άλλες συνέπειες για την Χριστιανική σκέψη. Σημειώσαμε ήδη πως ο Χριστιανισμός, που μέχρι τώρα ήταν βίαιος, τώρα πήρε έναν ειρηνικό χαρακτήρα. Το μόνο μέρος όπου υπήρχε μια ισχυρή δημοκρατία στις αρχές της Αυτοκρατορίας, ήταν ανάμεσα στους Εβραίους. Τα άλλα έθνη της Αυτοκρατορίας δεν είχαν αφήσει κανένα εσωτερικού αγώνα, ακόμα και οι προλετάριοί τους ήταν δειλοί. Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ εσήμανε το πνίξιμο και της λαϊκής δύναμης μέσα στην Αυτοκρατορία. Από τότε, κάθε εξέγερση ήταν ακατανόητη. Ο Χριστιανισμός γινόταν όλο και περισσότερο αποκλειστικά Εθνικός Χριστιανισμός, ενώ παράλληλα, μετατρεπόταν σε υποτακτικό κι ακόμα και σε δουλικό.
Οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι, που κυβερνούσαν στην Αυτοκρατορία και η πρώτη δουλειά ήταν να φερθεί κανείς δουλοπρεπώς σ’ αυτούς. Οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν Εβραίοι πατριώτες και εχθροί κάθε ξενικού ζυγού και εκμετάλλευσης. Οι Εθνικοί Χριστιανοί, δίπλα στον αντι-Σημιτισμό τους, πρόσθεσαν και την αφοσίωσή τους στη Ρώμη και στον Αυτοκρατορικό θρόνο. Αυτό φαίνεται καλά και στα Ευαγγέλια.
ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ: Το ίδιο πνεύμα κυριαρχεί και στα γραπτά των πρωτεργατών της Εθνικής Χριστιανικής προπαγάνδας, όπως αυτό φαίνεται από την επιστολή του Παύλου προς τους Ρωμαίους (13, στιχ. 1 και συν.).
«Πάσα ψυχή ας υποτάσσεται εις τας ανωτέρας εξουσίας, διότι δεν υπάρχει εξουσία, ειμή από Θεού, αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού είναι τεταγμέναι. Ώστε ο εναντιούμενος εις την εξουσίαν, εναντιούται εις την διαταγήν του Θεού. Οι δε εναντιούμενοι θέλουσι λάβει εις εαυτούς καταδίκην. Διότι οι άρχοντες δεν είναι φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. Θέλεις δε να μη φοβήσαι την εξουσίαν; Πράττε το καλόν, και θέλεις έχει έπαινον παρ’ αυτής, επειδή ο άρχων είναι του Θεού, υπηρέτες εις σε προς το καλόν. Εάν όμως πράττης το κακόν, φοβού. Διότι δεν φορεί ματαίως την μάχαιραν, επειδή του Θεού υπηρέτης είναι, εκδικητής δια να εκτελή την οργήν κατά του πράττοντος το κακόν. Δια τούτο είναι ανάγκη να υποτάσσησθε, ουχί μόνον δια την οργήν, αλλά και δια την συνείδησιν. Επειδή δια τούτο πληρώνετε και φόρους. Διότι υπηρέται του θεού είναι, εις αυτό τούτο ενασχολούμενοι. Απόδοτε λοιπόν εις πάντας τα οφειλόμενα, εις όντινα οφείλετε τον φόρον, τον φόρον, εις όντινα τον δασμόν, τον δασμόν, εις όντινα τον φόβον, τον φόβον, εις όντινα την τιμήν, την τιμήν».
Πόσο μακριά, λοιπόν, είναι όλα αυτά από εκείνον τον Ιησού, που προέτρεπε τους μαθητές του να αγοράσουν μάχαιρες και κήρυσσε το μίσος ενάντια στους πλούσιους και τους δυνατούς! Πόσο μακριά είναι από εκείνον τον Χριστιανισμό, που στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, με τόση πικρία καταριέται την Ρώμη και τους αυτοκράτορές της: «Έπεσεν, έπεσε Βαβυλών η μεγάλη, και έγινε κατοικητήριον δαιμόνων, και φυλακή παντός πνεύματος ακαθάρτου και φυλακή παντός ορνέου ακαθάρτου και μισητού. Διότι εκ του οίνου του θυμού, της πορνείας αυτής έπιον πάντα τα έθνη, και οι βασιλείς της γης επόρνευσαν μετ’ αυτής, και οι έμποροι της γης επλούτισαν εκ της υπερβολής της εντρυφήσεως αυτής... Και θέλουσι κλαύσει αυτήν και πενθήσει δι’ αυτήν οι βασιλείς της γης οι πορνεύσαντες και κατατρυφήσαντες μετ’ αυτής, θα θρηνήσωσιν δι’ αυτήν όταν βλέπωσι τον καπνόν της πυρπολύσεως αυτής» (18, στιχ. 2 και συν.).
Το βασικό θέμα των Πράξεων είναι ο τονισμός της εχθρότητας του Ιουδαϊσμού, προς το δόγμα του σταυρωμένου Μεσσία και για μια δήθεν υποχωρητικότητα των Ρωμαίων προς την διδασκαλία αυτή. Εκείνο, που ο Χριστιανισμός είτε επιθυμούσε, είτε φανταζόταν ύστερα από την πτώση της Ιερουσαλήμ παρουσιάζεται στις Πράξεις των Αποστόλων σαν γεγονός. Σύμφωνα με το βιβλίο αυτό, οι Εβραίοι διώκουν και λιθοβολούν τους Χριστιανούς, όπου τύχει και τους συναντήσουν, ενώ οι Ρωμαϊκές αρχές τους υποστηρίζουν. Είδαμε τον Παύλο να λέγει πως διέτρεξε μεγάλο κίνδυνο στην Ιερουσαλήμ, αλλά μπορούσε και μιλούσε ελεύθερα στην Ρώμη και χωρίς απαγόρευση. Ελευθερία στην Ρώμη, βίαιη καταστολή στην Ιερουσαλήμ!
Ο αντι-Σημιτισμός και η κολακεία των Ρωμαίων, φαίνονται ξεκάθαρα στην ιστορία των Παθών, και του θανάτου του Χριστού. Σ’ αυτά βλέπουμε καθαρά, πως το αρχικό περιεχόμενο της ιστορίας αυτής, αλλάχθηκε στο αντίθετό της, κάτω από την επίδραση των νέων τάσεων.
ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ: Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ιησούς είχε σταυρωθεί από τους Ρωμαίους, σαν Εβραίος Μεσσίας, σαν βασιλιάς των Ιουδαίων, δηλαδή σαν υπερασπιστής της εβραϊκής ανεξαρτησίας και προδότης για τις Ρωμαϊκές αρχές. Μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, η παράδοση αυτή έγινε δυο φορές πιο άβολη. Ο Χριστιανισμός είχε έρθει σε πλήρη αντίθεση με τον Ιουδαϊσμό, ενώ παράλληλα, ήθελε να βρίσκεται σε καλές σχέσεις με την Ρωμαϊκή εξουσία. Κι όλη η προσπάθεια τώρα ήταν να σκαρώσουν μια τέτοια στροφή στην παράδοση, ώστε το φταίξιμο για το σταύρωμα του Χριστού, να το ρίξουν πάνω στους Εβραίους, ενώ ταυτόχρονα εξωράιζαν τον Χριστό, όχι μόνο από κάθε στοιχείο βίας, αλλά και από οποιαδήποτε αισθήματα Εβραϊκού πατριωτισμού ή εχθρότητας προς την Ρώμη.
ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ: Η ιστορία των Παθών αρχίζει με την είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ. Πρόκειται για μια θριαμβευτική πορεία ενός βασιλιά. Οι μάζες έρχονται να τον συναντήσουν, μερικοί απλώνουν τα ρούχα τους στον δρόμο για να περάσει, άλλοι κόβουν κλαδιά από δέντρα, για να στρώσουν στους δρόμους, και όλοι μαζί φωνάζουν από χαρά προς αυτόν: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ευλογημένη η ερχομένη βασιλεία εν ονόματι Κυρίου, του πατρός ημών Δαυίδ. Ωσαννά εν τοις υψίστοις» (Κατά Μάρκον, ΙΙ, στιχ. 9 και συν).
ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ: Οι Ευαγγελιστές μας δείχνουν έναν όχλο, που μισεί τον Ιησού σε τέτοιο βαθμό, που προτιμά να συγχωρήσει ένα δολοφόνο παρά αυτόν. Ακριβώς έναν δολοφόνο, δεν μπόρεσε να βρει κανέναν άλλον πιο άξιο συγχώρησης, και δεν ησυχάζει, ως ότου σταυρωθεί.
Και τώρα, σκεφθείτε, ότι ο όχλος αυτός, είναι ο ίδιος ακριβώς, που πριν μερικές μέρες τον υποδεχόταν σαν βασιλιά με κραυγές ωσαννά, στρώνοντας τον δρόμο του με τα ρούχα τους και ζητωκραυγάζοντάς τον με μια φωνή, χωρίς παραφωνίες. Και ήταν η αφοσίωση αυτή των μαζών, που, σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, ανάγκασε την αριστοκρατία να αποφασίσει κιόλας για την ζωή του Ιησού, αλλά δεν τολμούσε να τον συλλάβει την ημέρα, παρά περίμενε να νυχτώσει. Και τώρα, αυτή η ίδια η μάζα, εμπνέεται ομόφωνα από το αγριότερο μίσος, από τον μεγαλύτερο φανατισμό, ενάντιά του, ενάντια στον άνθρωπο, που κατηγορήθηκε για έγκλημα, το οποίο στα μάτια κάθε Εβραίου πατριώτη, ήταν άξιο της μεγαλύτερης τιμής: μια προσπάθεια να απελευθερωθεί η Εβραϊκή κοινοπολιτεία από τον ξενικό ζυγό.
ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ: Η ιστορία αυτή, χρησιμοποιήθηκε για να κατασυκοφαντηθούν οι Εβραίοι σαν το κατακάθι της ανθρωπότητας, σαν μια φυλή, που από φύση της είναι κακή και διεστραμμένη, και που θα πρέπει να κρατιέται μακριά από κάθε επαφή με την ανθρώπινη κοινωνία και να καταπιέζεται με σιδερένιο χέρι.
Το έργο του οποίου αποσπάσματα παρουσιάζουμε, είναι ένα απ’ τα μεγαλύτερα πνευματικά έργα της ανθρωπότητας. Πρόκειται για την «Καταγωγή του Χριστιανισμού» του γνωστού Γερμανού διανοούμενου Καρλ Κάουτσκυ, που το έγραψε το 1908. Την εποχή εκείνη, ο Κάουτσκυ ήταν γνωστός ως ο «πάπας του μαρξισμού». Εθεωρείτο και ήταν από τους μεγαλύτερους επαναστάτες διανοούμενους σ’ όλον τον κόσμο. Στο βιβλίο αυτό ο Κάουτσκυ δείχνει πώς ο Χριστιανισμός ξεπήδησε μέσα από το ανυπότακτο εβραϊκό προλεταριάτο της εποχής, σαν ένα κίνημα με έντονα κομμουνιστικά χαρακτηριστικά. (Πολιτικό Καφενείο)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου