Σαν σήμερα το 1915, οι Νεότουρκοι συλλαμβάνουν τους διανοούμενους και τους πολιτικούς ηγέτες των Αρμενίων της Κωνσταντινούπολης. Θεωρείται η έναρξη της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Από το Γερμανικό Spiegel βρήκαμε ένα αφιέρωμα για το γεγονός. Αφορά ένα ντοκιμαντέρ της Γερμανικής τηλεόρασης για την 95η επέτειο της γενοκτονίας, τα γεγονότα και τη στάση της Τουρκίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών, από τότε μέχρι σήμερα. Το αφιέρωμα, με ημερομηνία 8 Απριλίου, έχει τίτλο: Δαίμονες του παρελθόντος - Η Γενοκτονία των Αρμενίων και οι Τούρκοι.
Ο μήνας Απρίλιος σηματοδοτεί την 95η επέτειο από την έναρξη της γενοκτονίας των Αρμενίων. Ένα ασυνήθιστο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ παρουσιάζει τι ώθησε τους δολοφόνους και γιατί η Γερμανία και άλλες χώρες παρέμειναν σιωπηλές.
Η Tigranui Asartyan θα γίνει 100 χρονών αυτή η εβδομάδα. Άφησε στην άκρη τα μαχαιροπίρουνα πριν δύο χρόνια, όταν έχασε την αίσθηση της γεύσης και πέρυσι σταμάτησε να φοράει τα γυαλιά της, έχοντας χάσει την όρασή της. Ζει στον έβδομο όροφο μιας πολυκατοικίας στην πρωτεύουσα της Αρμενίας Γιερεβάν και έχει να βγει απ’ το δωμάτιό της μήνες. Τρέμει καθώς το κρύο διαπερνά την γκρίζα μάλλινη κουβέρτα πάνω στα πόδια της. «Περιμένω να πεθάνω», λέει. Ενενήντα δύο χρόνια πριν, περίμενε σε ένα χωριό στην τουρκική πλευρά των σημερινών συνόρων, κρυμμένη στο κελάρι ενός σπιτιού. Το σώμα ενός μικρού αγοριού, χτυπημένο μέχρι θανάτου, κείτονταν στο δρόμο. Γυναίκες βιάζονταν στο διπλανό σπίτι και το οκτάχρονο κορίτσι τις άκουγε να ουρλιάζουν. «Υπάρχουν καλοί και κακοί Τούρκοι», λέει. Οι κακοί Τούρκοι χτύπησαν το αγόρι μέχρι θανάτου, ενώ οι καλοί Τούρκοι βοήθησαν αυτή και την οικογένειά της να ξεφύγουν ακολουθώντας τα ρωσικά στρατεύματα που αποσύρονταν.
Ο Avadis Demirci είναι ένας αγρότης 97 ετών. Εάν κάποιος στη χώρα του κρατάει αρχεία τέτοιων θεμάτων, είναι πιθανώς ο τελευταίος Αρμένιος της Τουρκίας που επέζησε της γενοκτονίας. Ο Demirci κοιτάζει έξω το παράθυρο στο χωριό του, το Vakifli, όπου οι πικροδάφνες και οι μανταρινιές είναι σε πλήρη άνθιση. Η Μεσόγειος είναι ορατή πέρα, μακριά από το βουνό. Τον Ιούλιο του 1915, τουρκικές αστυνομικές μονάδες εισήλθαν στο χωριό. «Ο πατέρας μου με έδεσε στην πλάτη του όταν τραπήκαμε σε φυγή», λέει ο Demirci. «Τουλάχιστον αυτό μου είπαν οι γονείς μου». Οπλισμένοι με κυνηγετικά τουφέκια και πιστόλια, οι άνθρωποι από το δικό του και άλλα έξι χωριά οχυρώθηκαν στο Musa Dagh ή το βουνό του Μωυσή. Δεκαοχτώ χρόνια αργότερα, ο αυστριακός συγγραφέας Franz Werfel περιέγραψε την αντίσταση των χωρικών ενάντια στους προελαύνοντες στρατιώτες στο μυθιστόρημά του «Οι σαράντα ημέρες του Musa Dagh». «Η ιστορία είναι αληθινή», λέει Demirci. «Την έζησα, κι ας μου είναι γνώριμη από τις ιστορίες που μου αφηγήθηκαν».
Ο Avadis Demirci, ένας 97χρονος επιζών της γενοκτονίας
Αποφεύγοντας τη λέξη
Εκτός από το βιβλίο του Werfel - και τη θέα του αιώνια χιονισμένου και απρόσιτου Ararat από το μνημείο του λόφου Zizernakaberd κοντά στο Jerevan - υπάρχουν λίγες εναπομείνασες υπενθυμίσεις της γενοκτονίας των Αρμενίων, καθώς οι τελευταίοι επιζώντες είναι ετοιμοθάνατοι. Μεταξύ 1915 και 1918, μεταξύ 800,000 με 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι δολοφονήθηκαν εκεί που βρίσκεται η σημερινή Ανατολική Τουρκία ή πέθαναν στις πορείες θανάτου στη βόρεια Συριακή έρημο. Ήταν μια από τις πρώτες γενοκτονίες του 20ού αιώνα. Άλλες γενοκτονίες έκτοτε - κατά των Εβραίων της Ευρώπης, στην Καμπότζη και στη Ρουάντα - έχουν λάβει τη θέση τους στην ιστορία. Του Αρμένικου λαού, έχοντας υποστεί μερική εξολόθρευση, διασκορπισμένος έπειτα σε όλο τον κόσμο και αναγκασμένος να επιστρέψει σε μια χώρα που παραμείνει απομονωμένη ως τα σήμερα, του πήρε δεκαετίες για να έρθει σε συμφωνία για τη δική του καταστροφή. Μόλις τη δεκαετία του 1960, μετά από μακροχρόνια διαβούλευση με την ηγεσία της Μόσχας, οι Αρμένιοι τόλμησαν να στήσουν ένα μνημείο.
Η Τουρκία, στης οποίας το έδαφος διαπράχτηκαν τα εγκλήματα, συνεχίζει να αρνείται τις πράξεις της οθωμανικής ηγεσίας. Η Γερμανία, σύμμαχος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η Σοβιετική Ένωση, θετικά διακείμενη στη νεαρά τότε Τουρκική Δημοκρατία, δεν είχαν κανένα συμφέρον στη δημοσιοποίηση της γενοκτονίας. Η Γερμανία ακόμα δεν έχει επίσημα αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Αρμενίων. Το 2005, το Γερμανικό Κοινοβούλιο, ζήτησε από την Τουρκία να αναγνωρίσει την «ιστορική της ευθύνη», αλλά απέφυγε τη χρήση της λέξης «γενοκτονία».
Εξαιτίας της πολιτικής και στρατηγικής σημασίας της Άγκυρας στον ψυχρό πόλεμο, οι δυτικοί σύμμαχοί της δεν θεώρησαν ενδεδειγμένη μια συζήτηση για τη γενοκτονία. Και η σχετική έλλειψη φωτογραφικού και κινηματογραφικού υλικού – σε σύγκριση με το ολοκαύτωμα και τις πιο πρόσφατες γενοκτονίες - έχει καταστήσει δυσκολότερη τη διερεύνηση και αποδοχή της αρμένικης καταστροφής. «Η ανάπτυξη των σύγχρονων μέσων», λέει ο Γερμανός παραγωγός ντοκιμαντέρ Eric Friedler (Η σιωπή των Quandts), «έφθασε με καθυστέρηση 20 χρόνων για τη διερεύνηση αυτής της γενοκτονίας».
Αλλά υπάρχουν σύγχρονοι του τότε μάρτυρες, Γερμανοί και Αμερικανοί συγκεκριμένα, των οποίων οι εκθέσεις και η αλληλογραφία διατηρούνται σε αρχεία, τα οποία έχουν μελετηθεί κυρίως από ειδικούς. Αυτή τη Παρασκευή [μάλλον 9 Απριλίου], για να εορτάσει την 95η επέτειο της γενοκτονίας, το Γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο ARD θα μεταδώσει το ντοκιμαντέρ «Aghet» (Καταστροφή στα αρμένικα), το οποίο ζωντανεύει τα λόγια διπλωματών, μηχανικών και ιεραποστόλων. Ένα σύνολο 23 Γερμανών ηθοποιών αφηγείται τα πρότυπα κείμενα - όχι στο ύφος ενός δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ, που αναπαριστά τα γεγονότα χρησιμοποιώντας φανταστικούς διαλόγους και ιστορικές ενδυμασίες, αλλά με απλές συνεντεύξεις που αντλούν την αποτελεσματικότητά τους από την επιλογή των κειμένων και την παρουσίαση και όχι από τη δραματοποίηση της ιστορίας.
Ντοκουμέντα από πρώτο χέρι
Ο πρώτος που εμφανίζεται είναι ο ηθοποιός και συγγραφέας Hanns Zischler, ο οποίος πρωταγωνίστησε στην ταινία του Wim Wenders «Im Lauf der Zeit» (Kings of the Road) του 1976. Διαβάζει τα λόγια του Leslie Davis, ο οποίος έως το 1917, ήταν ο αμερικάνος πρόξενος στην πόλη Harput της Ανατολίας, όπου χιλιάδες Αρμένιοι συγκεντρώθηκαν και οδηγήθηκαν σε πορείες θανάτου στα νοτιοανατολικά. «Το Σάββατο της 28ης Ιουνίου», γράφει ο Davis, «ανακοινώθηκε δημόσια ότι όλοι οι Αρμένιοι και Σύριοι [Ασσύριοι της αρμενικής αποστολικής πίστης] επρόκειτο να φύγουν μετά από πέντε ημέρες. Την πλήρης έννοια μιας τέτοιας διαταγής μόλις και μετά βίας μπορούν να την φανταστούν εκείνοι που δεν είναι εξοικειωμένοι με τις ιδιαίτερες συνθήκες αυτής της απομονωμένης περιοχής. Μια σφαγή, όσο φρικτό κι αν ακούγεται, θα ήταν πιο ανθρώπινη σε σύγκριση με αυτό».
Ο Friedrich von Thun, κινηματογραφικός και τηλεοπτικός ηθοποιός που εμφανίστηκε στη «Λίστα του Schindler» του Steven Spielberg, παίζει τον Αμερικάνο πρέσβη Henry Morgenthau. Περιγράφει τις συγκρούσεις με τον Οθωμανό Υπουργό Εσωτερικών Talaat- πασά, ο οποίος στην αρχή της επιχείρησης, αντιμετώπισε τον Morgenthau με τη «αμετάκλητη απόφαση» να καταστήσει τους Αρμένιους «αβλαβείς». Μετά τη γενοκτονία, ο Talaat κάλεσε τον αμερικάνο πρεσβευτή πάλι και υπέβαλε ένα αίτημα, το οποίο ο Morgenthau λέει πως ήταν «ίσως το πιο εκπληκτικό πράγμα που είχα ακούσει ποτέ». Ο Talaat ήθελε τους καταλόγους των Αρμενίων πελατών των Αμερικάνικων ασφαλιστικών εταιριών New York Life Insurance και Equitable Life of New York. Οι Αρμένιοι ήταν τώρα νεκροί και δεν είχαν κληρονόμους είπε, επομένως η οθωμανική κυβέρνηση είχε τα δικαιώματα στα ασφάλιστρά τους. «Φυσικά, απέρριψα το αίτημά του», γράφει ο Morgenthau.
Οι ηθοποιοί Martina Gedeck και Katharina Schüttler αφηγούνται τις αναμνήσεις δύο ιεραποστόλων, μιας Σουηδής και μιας Ελβετής. Η Hannah Herzsprung και ο Ludwig Trepte διηγούνται τις εμπειρίες δύο επιζώντων και ο Peter Lohmeyer διαβάζει από το ημερολόγιο του Γερμανού προξένου Wilhelm Litten, ένα από τα πιο συγκλονιστικά ντοκουμέντα της εποχής. Στις 31 Ιανουαρίου 1916, ο Litten ήταν στο δρόμο μεταξύ του Deir Al-Zor και του Tibni της σημερινής Συρίας, όπου έγραψε τα ακόλουθα στο ημερολόγιό του: «Μια η ώρα το απόγευμα. Στη αριστερή πλευρά του δρόμου είναι μια νέα γυναίκα, γυμνή, φορώντας μόνο καφετιές κάλτσες στα πόδια της, γυρισμένη μπρούμυτα και με το κεφάλι θαμμένο στα σταυρωμένα χέρια της. 1:30 μ.μ. Σε μια τάφρο στη δεξιά πλευρά του δρόμου είναι ένας ηλικιωμένος με άσπρη γενειάδα, γυμνός, ανάσκελα. Δύο βήματα πιο πέρα ένα αγόρι, γυμνό, μπρούμυτα, ο αριστερός γλουτός του ξεσκισμένος».
Εξίσου ψυχρή και υπολογιστική ήταν η απάντηση του τότε Καγκελαρίου του Γερμανικού Ράιχ Theobald von Bethmann-Hollweg, στην πρόταση του Γερμανού πρέσβη να επιπλήξει δημόσια τους Οθωμανούς συμμάχους της Γερμανίας για το έγκλημα. «Μόνος στόχος μας ήταν να κρατήσουμε την Τουρκία στο πλευρό μας μέχρι το τέλος του πολέμου, ανεξάρτητα από το εάν αφανίστηκαν ή όχι οι Αρμένιοι».
Ο πλούτος των αρχειακών ντοκουμέντων που μαζεύτηκαν από τη Μόσχα μέχρι την Ουάσιγκτον, λέει ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Friedler, εξέπληξε ακόμη και τους ιστορικούς που συμβουλεύτηκε για την 90λεπτη ταινία του. Μερικά γεγονότα, όπως η επιδεικτική ταφή στην Τουρκία της σωρού του Talaat-πασά το 1943, ο οποίος δολοφονήθηκε στο Βερολίνο το 1921, θα παρουσιαστούν στην ταινία για πρώτη φορά. Άλλα ντοκουμέντα απεικονίζουν άτομα που οι αρχειοφύλακες δεν είχαν αναγνωρίσει πριν.
Η ταινία δίνει επίσης μια καταθλιπτική εικόνα της τρέχουσας συζήτησης γύρω από τη γενοκτονία, η οποία μόλις τώρα ξεσπά στην Τουρκία, έναν σχεδόν αιώνα μετά το έγκλημα. Ο πρωθυπουργός Recep Tayyip Erdogan κομπάζει πως η Τουρκία δεν θα αναγνωρίσει ποτέ τη γενοκτονία. Κατά τη διάρκεια μιας έκθεσης για την Αρμενία, υπερεθνικιστές ξέσχισαν θυμωμένα φωτογραφίες από τους τοίχους και έπειτα, σα να είχαν χάσει τα μυαλά τους, επιτέθηκαν σε ένα αυτοκίνητο με το οποίο ο Orhan Pamuk, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας, μεταφερόταν σπίτι έπειτα από μια δίκη - επειδή τόλμησε να πει αυτό που οι ιστορικοί έχουν αποδείξει εδώ και πολύ καιρό.
Για δεκαετίες, οι γεννημένοι μετά τη γενοκτονία Αρμένιοι, αισθάνονταν βασανισμένοι και ταραγμένοι από αυτή. «Η τραγωδία», λέει Hayk Demoyan, διευθυντής του μνημείου γενοκτονίας στο Jerevan, έχει γίνει «πυλώνας της εθνικής μας ταυτότητας». Ο Πρόεδρος της Αρμενίας Serge Sarkisian έχει πει στο SPIEGEL: «Ο καλύτερος τρόπος για να αποτραπεί η επανάληψη μιας τέτοιας αγριότητας είναι να την καταδικάσουμε ξεκάθαρα».
Η μετά τη γενοκτονία, γενιά των Τούρκων δεν είχε κανέναν πρόβλημα ύπνου. Ο Mustafa Kemal Atatürk, ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας, απεκόπει ριζικά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα τρία άτομα που ήταν πρώτιστα υπεύθυνα – τους Talaat, Enver και Cemal-πασά. Ο Atatürk παραδέχθηκε ότι «σφάλματα» είχαν διαπραχθεί, σφάλματα που οι διάδοχοί του αρνούνται μέχρι σήμερα, αλλά επέτρεψε επίσης τη συμμετοχή στην κυβέρνησή του κυβερνητικών αξιωματούχων και στρατιωτικών που ήταν άμεσα εμπλεκόμενοι στη γενοκτονία.
Μια ζωντανή, κρυμμένη μνήμη
Οι δαίμονες του παρελθόντος ξυπνούν τώρα ως απάντηση στην πίεση, ιδιαίτερα της αρμένικης διασποράς. Κάθε άνοιξη πριν την 24η Απριλίου, επέτειο των συλλήψεων των Αρμένιων πολιτικών και διανοούμενων στην Κωνσταντινούπολη, συλλήψεις που σηματοδότησαν την αρχή των εκτοπισμών του 1915, όλο και περισσότερα Εθνικά Κοινοβούλια εγκρίνουν ψηφίσματα αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων: η Γαλλία το 2001, η Ελβετία το 2003 και φέτος η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων και το Σουηδικό Κοινοβούλιο.
Κάθε φορά που εγκρίνεται ένα από αυτά τα ψηφίσματα, η Άγκυρα απειλεί με πολιτικές συνέπειες – που ποτέ τελικά δεν ακολουθούν. Έχει γίνει τελετουργικό, το σκοπό του οποίου άτομα όπως ο Hrant Dink έχουν αμφισβητήσει. Ο εκδότης της Τουρκοαρμενικής εφημερίδας Agos δεν στάθηκε στον ορισμό της λέξης «γενοκτονία». Αντ’ αυτού, θέλησε η Τουρκία να αντιμετωπίσει το φρικιαστικό της παρελθόν άμεσα. Πλήρωσε για τις απόψεις του με τη ζωή του. Στις 19 Γενάρη του 2007, ο Dink δολοφονήθηκε μέρα μεσημέρι. Οι 200.000 Τούρκοι που διαδήλωσαν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης στην κηδεία του, κρατώντας πανό που έγραφαν «Είμαστε όλοι Αρμένιοι», ταπείνωσαν την κυβέρνηση με την αποφασιστικότητά τους. Μια πραγματικότητα την οποία χιλιάδες Τούρκοι αντιμετωπίζουν στις οικογένειές τους, φαίνεται να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο από τη διπλωματική πίεση.
Τούρκοι διαδηλωτές μπροστά από το μαυσωλείο του Κεμάλ στην Άγκυρα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Fethiye Çetin, δικηγόρος από την Κωνσταντινούπολη, ανακάλυψε ότι είχε Αρμένικες ρίζες. Η γιαγιά της, Seher, της το εκμυστηρεύτηκε μετά από αρκετές οδυνηρές δεκαετίες. Το 1915 η Seher, που είχε βαπτιστεί με το αρμενικό όνομα Heranush, έγινε μάρτυρας της σφαγής των ανδρών του χωριού της. Επέζησε, την περιμάζεψε η οικογένεια ενός Τούρκου αξιωματικού, μεγάλωσε σαν μουσουλμάνα και τελικά παντρεύτηκε Τούρκο. Έγινε μία από τους δεκάδες χιλιάδες των "κρυφό Αρμενίων" που διέφυγαν των δολοφόνων και αναμείχθηκαν στην τουρκική κοινωνία. Η αποκάλυψη της γιαγιάς της ήταν ένα σοκ για την Çetin και άρχισε να βλέπει τα πράγματα γύρω της με διαφορετικά μάτια. Το 2004 η Çetin έγραψε ένα βιβλίο στο οποίο περιέγραψε την ιστορία της οικογένειάς της. Το "Anneannem" (Η γιαγιά μου) έγινε μπεστ-σέλερ και αμέτρητοι αναγνώστες ήρθαν σε επαφή με την Çetin, πολλοί με λόγια εκτίμησης. Άλλοι, την καταράστηκαν σαν έναν προδότη. Αλλά το ταμπού είχε σπάσει.
Το αφιέρωμα του Spiegel International είναι των Benjamin Bidder, Daniel Steinvorth και Bernhard Zand. Η ερασιτεχνική μετάφραση δικιά μας και οι φωτογραφίες πάλι από το Spiegel.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου