30 Μαΐ 2010

Ησυχία, τάξη, κατανάλωση

Της Σταυρούλας Παπασπύρου από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία

Υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται να το επισκεφθούν. Είναι μιλιούνια όμως αυτοί που διάβηκαν τις πύλες του από τον Νοέμβριο του 2005 έως τώρα. Στη θέα του, άλλοι αντικρίζουν ένα «καράβι» που... πετάει πάνω από την Αττική Οδό, ιδανικό για περιπλανήσεις στη μόδα και την ψυχαγωγία, κι άλλοι ένα... δεξαμενόπλοιο των πολυεθνικών, έναν εμβληματικό ναό για την καταναλωτική λατρεία. Όπως και να 'χει, το «The Mall», τον πρώτο περιτειχισμένο εμπορικό πολυχώρο που λειτούργησε στην Ελλάδα, στα πρότυπα εκείνων που άνθησαν μεταπολεμικά στις ΗΠΑ, όλοι σχεδόν το γνωρίζουν. Ένας όμως, μέχρι στιγμής, το μελέτησε συστηματικά από κοινωνιολογική σκοπιά ως αντικείμενο της, άψογης όπως αποφάνθηκαν οι καθηγητές, διδακτορικής διατριβής του: ο Δημήτρης Λάλλας, από το αντίστοιχο τμήμα του Παντείου.

Χωρίς παρεκτροπές

Επί τρία χρόνια, ο Λάλλας ανεβοκατέβαινε τους ορόφους του, παρατηρούσε εξονυχιστικά τα πλήθη και τη συμπεριφορά τους, έπαιρνε συνεντεύξεις από εργαζόμενους και από πελάτες, φροντίζοντας παράλληλα να μυηθεί στη λογική της κατασκευαστικής του σύλληψης και οργάνωσης από τον αρχιτέκτονα του κτιρίου Σπύρο Τσαγκαράτο και από την υπεύθυνη μείξης των χρήσεων σ' αυτό, Ρούλα Πατεράκη (συνωνυμία με τη σκηνοθέτιδα). Το ζητούμενο; Να εξερευνήσει με κριτική ματιά την ταυτότητα του «Mall» κι εκείνη των επισκεπτών του, να δει σε ποιο βαθμό οι τελευταίοι ασπάζονται την αισθητική και τους εμπορικούς του στόχους, αλλά και να εντοπίσει τις νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου που αναπτύσσονται εντός του.

Πράγματι, λοιπόν, το «Mall» έχει καταφέρει να εγγραφεί στις συνειδήσεις μας σαν ένα νέο τοπόσημο της πόλης. Σ' ένα είδος «αστικού κέντρου» που απευθύνεται στη μεσαία κυρίως τάξη και συγκεντρώνει ανθρώπους όλων των ηλικιών, μ' εκείνους μεταξύ 14 και 25 χρόνων να δίνουν τον τόνο. Είναι το μέρος όπου συναντιούνται τα Σαββατοκύριακα οι έφηβοι των βορείων προαστίων και όχι μόνο, καθώς στα μάτια των ενηλίκων ή και των μαθητών που έρχονται από την περιφέρεια, είναι μια ατραξιόν πιο ελκυστική κι από την Ακρόπολη...

Από τις συνεντεύξεις που ενσωματώνονται στο διδακτορικό φαίνεται πως όσοι πάνε στο «Mall» έχουν σκεφθεί δυο φορές την εμφάνισή τους, όποιο στιλ κι αν ακολουθούν - από trendy ή emo ως sportif ή επίσημο. Η παραμονή τους δε εκεί -τουλάχιστον ένα δίωρο- ομολογούν πως τους κάνει να νιώθουν «εντός του παιχνιδιού», «μέρος του καλού κόσμου». Διόλου τυχαίο που ο Λάλλας εξετάζει το «Mall» σαν μια θεατρική σκηνή, με τους επισκέπτες του να λειτουργούν ταυτόχρονα σαν θεατές και σαν ηθοποιοί/καταναλωτές, πρόθυμοι να επιδείξουν κοσμιοτάτη αγωγή, καθώς έχουν εμπεδώσει τους κανόνες καλής συμπεριφοράς που τεχνηέντως τους «επιβάλλονται».

Η ελευθερία κινήσεων στο «Mall» μοιάζει απεριόριστη. Καθετί, ωστόσο, είναι καλά μελετημένο -από το πού τοποθετήθηκαν τα μαγαζιά- «κράχτες» και πού τα σινεμά μέχρι τη διευθέτηση της κυκλοφορίας στους διαδρόμους. Δεδομένου ότι το ελληνικό κοινό ήταν αμάθητο σε τέτοια εμπορικά κέντρα, η λογική του σχεδιασμού, όπως τη συνοψίζει χαρακτηριστικά η Ρ. Πατεράκη, είναι η εξής: «Πρέπει τον κόσμο να τον πάρεις από το χέρι και να τον οδηγήσεις διά της "βίας", που σημαίνει να τον αναγκάσεις να περπατήσει και να κάνει κύκλο. Γενικότερα θέλεις να τον «υποχρεώσεις» να κάνει κίνηση. Του δημιουργείς διαδρομές που δεν έχουν στεγανά, δεν έχουν νεκρά σημεία, γιατί αλλιώς δεν θα πάει...». Να που περνάμε σε «πιο εκλεπτυσμένες και άδηλες μορφές κοινωνικής πειθαρχίας και ελέγχου», παρατηρεί ο Λάλλας.

Το ενδιαφέρον είναι πως ο ίδιος, αντλώντας από μια βιβλιογραφία που περιλαμβάνει από Φρόιντ, Αντόρνο, Καστοριάδη και Λακάν μέχρι Φουκό, Μποντριγιάρ και Γκι Ντεμπόρ, κι από Μπουρντιέ και Γκάλμπρεϊθ μέχρι Ηλία Πετρόπουλο και Αρανίτση, βάζει στο μικροσκόπιο τις έννοιες του δημόσιου και του ιδιωτικού, του βρόμικου και του καθαρού, του επικίνδυνου και του ασφαλούς, που στη «σκηνή» του «Mall» παίρνουν και συμβολικές διαστάσεις. Κι απ' τη μεριά του, δεν μιλάει για μια «μεγάλη πλατεία» ή μια «μικρή πόλη», αλλά για έναν «ιδιωτικό χώρο μαζικής χρήσης» όπου καμιά παρεκτροπή δεν είναι ανεκτή.

Το τελευταίο, οι θαμώνες το εκτιμούν δεόντως. Η ηλεκτρονική παρακολούθηση και η παρουσία ιδιωτικών φυλάκων τούς κάνει να νιώθουν ασφαλείς. Ανάλογη εκτίμηση τρέφουν για το ότι ο χώρος είναι καθαρός και από σκουπίδια και από «αστικές οχλήσεις». Δεν βλέπουν γύρω τους μετανάστες, άστεγους, ψυχασθενείς, πρεζάκια ή Τσιγγάνους. Ούτε καν λαχειοπώλες. Δεν παίρνουν καν μυρωδιά από τον ανεφοδιασμό των μαγαζιών. Η πραγματική ζωή με τα απρόοπτά της βρίσκεται εκτός. Όπως διαπίστωσε ο Λάλλας, «ακόμα και το φλερτ μεταξύ αγνώστων, είναι ανεπιθύμητο».

Η μοναδική ρήξη στην «ησυχία» και την «τάξη» του «Mall» έως τώρα συνέβη τον Δεκέμβριο του 2008, μετά τη δολοφονία του 15χρονου Γρηγορόπουλου, όταν διαδηλωτές ανάρτησαν πανό και παρήλασαν στους διαδρόμους φωνάζοντας αντικαταναλωτικά συνθήματα. Κατά τ' άλλα, ο χρόνος σ' αυτό ορίζεται από τις εποχικές εναλλαγές της μόδας. Και είναι ένας χρόνος «αποκαθαρμένος από προσκόμματα, αυτοναφορικός, αυτοαναλώμενος διαμέσου ποικιλίας επιλογών, μετά το πέρας των οποίων δεν απομένει τίποτα»...

Την εποχή που ο Δημήτρης Λάλλας ήταν πρωτοετής στο Πάντειο -πάνε τώρα 13 χρόνια- είχε συμφοιτητές «που δεν ντρέπονταν να φορέσουν τα επαρχιώτικα ρούχα τους». Στο μεσοδιάστημα, όμως, «καθώς εντάθηκε η αγωνία τους να ενταχθούν στο κυρίαρχο λάιφ στάιλ, η εμφάνισή τους ομογενοποιήθηκε και τ' όνειρό τους είναι πια να πάνε εκδρομή στο Ντουμπάι»... Μια ανάλογη αγωνία διέκρινε και στους συνομιλητές του στο «Mall», η οποία εξηγεί και την αποπολιτικοποίηση της έννοιας του δημόσιου χώρου εκ μέρους τους. Μένει να δούμε τι αλλαγές σε πρότυπα και συμπεριφορές θα φέρει η οικονομική κρίση που ήδη δείχνει τα δόντια της. Αλλαγές που ελπίζουμε να πυροδοτήσουν εξίσου ερεθιστικά διδακτορικά, όπως αυτό.

Διαβάστε: Η δίκη του Mall


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου