6 Οκτ 2010

Εθνική κυριαρχία, ευρωπαϊσμός ή επαναστατική στρατηγική;

Από το blog με αφορμή…

Η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού κάνει την επαναστατική στρατηγική ξανά επίκαιρη. Μια εναλλακτική λύση στην αγριότητα με την οποία τα αστικά κράτη και οι ιμπεριαλιστικοί διεθνείς σχηματισμοί διαχειρίζονται την κατάσταση δεν μπορεί να είναι πειστική, αν δεν είναι ριζική. Ο καπιταλισμός σήμερα δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για διαφορετικές διαχειριστικές αποχρώσεις. Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις δεν κάνουν τίποτα διαφορετικό από την παραδοσιακή δεξιά: αυτή ήταν η περίπτωση της Ουγγαρίας, αυτό γίνεται σήμερα και στην Ελλάδα. Η διεθνής συνεργασία των κεφαλαίων, που έγινε γνωστή ως παγκοσμιοποίηση, οδήγησε σε μια παγκόσμια έκρηξη του χρέους. Από την άλλη, ο εθνικός προστατευτισμός δεν μπορεί να εξασφαλίσει κανένα αστικό κράτος απέναντι στην κρίση. Ως άλλοτε ηγεμονική καπιταλιστική διαχείριση, άλλωστε, δεν απέφυγε ούτε ο ίδιος τις χρηματοπιστωτικές καταρρεύσεις (αν στη δεκαετία του 1990, πχ, οι κρίσεις της Λατινικής Αμερικής ήταν κρίσεις του νεοφιλελευθερισμού, τη δεκαετία του 1980 ήταν κρίσεις του εθνικού προστατευτισμού). Η “ουτοπία” της επανάστασης έχει γίνει μάλλον πιο ρεαλιστική από το “ρεαλισμό” της προοδευτικής διαχείρισης.

Η συζήτηση αυτή έχει μοιραία φουντώσει και στην Ελλάδα. Καθώς το πρόβλημα της αντικαπιταλιστικής διεξόδου γίνεται από ιστορική δυνατότητα πραγματική αναγκαιότητα για τη διαφύλαξη των συνθηκών ύπαρξης της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού της χώρας, η αριστερά και τα άλλα ιστορικά ρεύματα του εργατικού κινήματος αναζητούν τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ μιας ρεφορμιστικής και μιας επαναστατικής απάντησης. Η προσπάθεια να χαρτογραφηθεί αυτό το ποιοτικό σύνορο γίνεται πολλές φορές εμπειρικά, σχεδόν ψηλαφητά. Σε αυτή την αναζήτηση είναι εύκολο να βρει κανείς τελικά τον εαυτό του μακριά από εκεί που περίμενε, στην υπεράσπιση πενιχρών κεϋνσιανών υπολειμμάτων και όχι ριζικών κοινωνικών ανατροπών. Τα διλήμματα τα οποία τίθενται στο επίκεντρο έχουν πολύ μεγάλη σημασία για την έκβαση αυτής της αναζήτησης. Ένα από τα διλήμματα στα οποία, καλώς ή κακώς, δίνεται ήδη τεράστια έμφαση είναι το πρόβλημα της ΕΕ. Σκοπός του άρθρου δεν είναι να προτείνει μια ανάλυση για το χαρακτήρα του ιμπεριαλιστικού σχηματισμού της ΕΕ, αλλά να σχολιάσει τη χρησιμότητα δύο βασικών συνθημάτων που έχουν υιοθετηθεί από διαφορετικές μερίδες της αριστεράς: “ευρωπαϊκή λύση στην κρίση” και “έξω από την ΕΕ”.

Το πρώτο σύνθημα αντέχει ούτως ή άλλως ελάχιστα σε κριτική από τη σκοπιά της επαναστατικής στρατηγικής. Άλλωστε, δε θα όφειλε να αντέχει και πολύ, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους υποστηρικτές του δεν προπαγανδίζουν καν μια επαναστατική διέξοδο από την κρίση. Αυτό ισχύει όχι μόνο για την πρώην ανανεωτική πτέρυγα του ΣΥΝ, αλλά επίσης και για την ηγετική ομάδα γύρω από τον Α. Τσίπρα, που δηλώνει με σαφήνεια ότι:

“[...] στο βαθμό που δεν υπάρχει εναλλακτική στρατηγική για τη συμμετοχή μας σε κάποια άλλη περιφερειακή οικονομική συνεργασία, νομίζω ότι δεν χωράει ερώτημα (…) Η Αριστερά δεν μπορεί να υπερασπίζεται μια τέτοια εκδοχή, αλλά να διεκδικεί μια άλλη πολιτική ανάπτυξης για την Ευρώπη”.

Στην αντίληψη αυτή υπάρχει χώρος μόνο για εναλλακτικές πολιτικές ανάπτυξης, όχι για ρήξη με τους θεμελιώδεις κανόνες και τις εθνικές ή διεθνείς δομές του καπιταλισμού. Η ταξική πάλη σταματά εκεί όπου αρχίζει να απειλείται η σταθερότητα της ΕΕ και του ευρώ.

Ένα τμήμα της άκρας αριστεράς, παρότι δεν υιοθετεί άμεσα το σύνθημα, τείνει να υποτιμά τη σημασία της σύγκρουσης με την ΕΕ ως τμήμα της επαναστατικής στρατηγικής, ή ακόμα και να βρίσκει έναν αντικειμενικά προοδευτικό ρόλο στη διεθνοποίηση την οποία επιφέρει η ευρωπαϊκή ενοποίηση, παρά τον καπιταλιστικό και αντιδημοκρατικό της χαρακτήρα. Το τμήμα αυτό τείνει να προσδένει θεωρητικά σωστά στρατηγικά διεθνιστικά αιτήματα, όπως η συντακτική συνέλευση των λαών της Ευρώπης, σε μια στρατηγική μεταρρύθμισης της ΕΕ διαμέσου της αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών υπέρ των εργαζομένων. Εγκλωβίζεται, έτσι, τελικά σε ένα δρόμο που δεν μπορεί να είναι επαναστατικός. Από αντίθεση στις πατριωτικές θέσεις ενός μεγαλύτερου τμήματος της αριστεράς, ή άποψη αυτή παραβλέπει δυο ουσιώδεις παράγοντες:

1. Το γεγονός ότι, αν μια επαναστατική στρατηγική δεν μπορεί να στοχεύει στην “άλωση” του αστικού κράτους, αλλά στην καταστροφή του και στην αντικατάστασή του από ένα κράτος γενικευμένης αυτοδιεύθυνσης των εργαζομένων, ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να αποσκοπεί στην άλωση υπερεθνικών ενώσεων και καπιταλιστικών συνεργασιών που δεν υπόκειται καν στο στοιχειώδη κοινωνικό έλεγχο στον οποίο υπόκεινται τα αστικά κράτη, αλλά στην καταστροφή τους και την αντικατάσταση από διεθνείς ενώσεις των εργαζομένων.

2. Το γεγονός ότι η επαναστατική διαδικασία, παρότι δεν μπορεί να ολοκληρωθεί ιστορικά παρά μόνο σε παγκόσμιο πλάνο, εξελίσσεται “συνδυασμένα και ανισόμετρα”, πράγμα που σημαίνει ότι η επαναστατική ρήξη δεν μπορεί να εκδηλωθεί ταυτόχρονα σε 15 ή 27 χώρες.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, παρότι το “έξω από την ΕΕ” φαντάζει πιο μαχητικό, στην ουσία δεν εκπροσωπεί περισσότερο μια επαναστατική στρατηγική. Στο περιβάλλον της κρίσης και της ιστορικής επίθεσης που δέχονται οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες, η κόκκινη γραμμή μεταξύ της ρεφορμιστικής και της επαναστατικής απάντησης δεν μπορεί να είναι η έξοδος ή όχι από την ΕΕ. Μια αντικαπιταλιστική διέξοδος από την κρίση, βέβαια, είναι ασύμβατη με την παρουσία σε ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, ακριβώς όπως είναι ασύμβατη και με τη διατήρηση του αστικού κρατικού μηχανισμού. Όμως το αντίστροφο δεν ισχύει: η έξοδος από την ΕΕ δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε μια επαναστατική κατεύθυνση, ούτε αποτελεί ιστορική της προϋπόθεση, με την έννοια ενός διακριτού σταδίου που θα πρέπει υποχρεωτικά να προηγηθεί μιας επαναστατικής ανατροπής.

Η “αντι-ΕΕ” πολιτική πρόταση του ΚΚΕ ή της πτέρυγας του Αλαβάνου εμφορούνται από έναν έντονο πατριωτισμό που παρέχει τελικά άλλοθι στην κυβέρνηση και την ελληνική αστική τάξη. Ο ίδιος ο Αλ. Αλαβάνος έχει δηλώσει ότι:

“[...] τον Παπανδρέου τον έχουμε για λόγους εθιμοτυπικούς. Κυβέρνηση είναι η ΕΕ.” και ότι “η Ελλάδα έχει Γερμανίδα πρωθυπουργό, την Άνγκελα Μέρκελ”.

Με αυτή τη λογική ο εχθρός βρίσκεται στο εξωτερικό και η ελληνική κυβέρνηση είναι υπόλογη μόνο στο βαθμό που τηρεί υποχωρητική στάση απέναντί του. Το ΚΚΕ, από την άλλη, βρήκε την ώρα να σημάνει συναγερμό γιατί το Αιγαίο θεωρείται γκρίζα ζώνη και απειλείται από την Τουρκία (τη στιγμή που η παύση των πολεμικών εξοπλισμών, που αντιστοιχούν σε πάνω από 4,3% του ΑΕΠ, θα μπορούσε να είναι μια από τις πιο εύλογες αντιπροτάσεις για τον περιορισμό του χρέους και, επιπλέον, βαθιά “αντι-ΕΕ” διεκδίκηση, αν αναλογιστεί κανείς τι ποσά εισπράττει η πολεμική βιομηχανία της Γερμανίας και της Γαλλίας από το ελληνικό κράτος). Αυτού του τύπου η ρητορική είναι ελάχιστα ενοχλητική για αυτό που συνηθίζουμε να λέμε σύστημα. Η επίκληση της εθνικής ενότητας, της ομοψυχίας και του “νέου πατριωτισμού” κατέχουν εξίσου κυρίαρχη θέση στο λόγο της ελληνικής κυβέρνησης και του κύριου τμήματος της αστικής τάξης. Ο Φλωρίδης έφτασε στο σημείο να καλέσει σε μια “νέα 28η Οκτωβρίου 1940”. Αυτή η εθνική συστράτευση δεν είναι παρά το όχημα για την κοινωνική αποδοχή της σφαγής των εργαζομένων υπό τύπον εθνικής θυσίας απέναντι στην εξωτερική απειλή του ΔΝΤ, της ΕΕ, της Γερμανίας κ.λπ..

Είναι γεγονός ότι οι πολιτικές της ΕΕ και του ΔΝΤ απέναντι στην κρίση είναι κοινωνικά καταστροφικές, αλλά και οικονομικά αμφίβολες, αφού μεσοπρόθεσμα συρρικνώνουν μαζί με τους μισθούς και τη ζήτηση. Είναι επίσης γεγονός ότι στην ευρωζώνη υπάρχουν περισσότερο και λιγότερο ισχυροί και ότι οι αστικές τάξεις των πιο προηγμένων βιομηχανικά και οικονομικά χωρών προσπορίζονται σε τελική ανάλυση ένα τμήμα του παραγωγικού πλεονάσματος των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών. Αυτό συμβαίνει παντού λόγω των διεθνών διαφορών στην παραγωγικότητα εργασίας (αντιστοίχως οι έλληνες κεφαλαιοκράτες προσπορίζονται υπεραξία που παράγεται στα Βαλκάνια, την ανατολική Ευρώπη ή τον τρίτο κόσμο). Η ευρωζώνη στερεί τις πιο αδύναμες εθνικές αστικές τάξεις από προστατευτικούς μηχανισμούς απέναντι σε αυτό (δασμοί, εθνική νομισματική πολιτική κ.λπ.). Μια πατριωτική αιτηματολογία αποσκοπεί στην ουσία στο να αποκαταστήσει τέτοιους μηχανισμούς. Είναι και αυτή μια απάντηση, αλλά κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι είναι επαναστατική ή έστω εργατική. Πρόκειται στην ουσία για κεϋνσιανή ή προστατευτική αστική αντιπρόταση, η οποία μπορεί ενδεχομένως και υπό όρους να είναι συγκριτικά προοδευτική, αλλά για την εργατική τάξη δεν αποτελεί παρά ένα συμβιβασμό με το μικρότερο κακό. Στις κρίσιμες στιγμές, όμως, αυτή ακριβώς είναι τελικά η διαχωριστική γραμμή της επαναστατικής από τη ρεφορμιστική αριστερά: η αντίσταση στη λογική του μικρότερου κακού. Για αυτό το λόγο η απάντηση που οικοδομείται από ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς με αιχμή του δόρατος την έξοδο από την ΕΕ είναι στην ουσία ελάχιστα λιγότερο ρεφορμιστική από την “φιλο-ΕΕ” στάση της ανανεωτικής πτέρυγας ή του Α. Τσίπρα, στο βαθμό που καμία από τις δύο δεν θίγει τους βασικούς κανόνες του καπιταλισμού, ούτε την αστική εξουσία καθ’ αυτή.

Όπως προαναφέρθηκε, δεν χρειάζεται πολλή σοφία για να καταλάβει κανείς ότι μια επαναστατημένη χώρα δεν μπορεί να συμμετέχει σε ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, όπως η ΕΕ. Οι ίδιοι οι μηχανισμοί, άλλωστε, θα την απέβαλαν ως ξένο σώμα. Όμως είναι προφανές ότι δεν πρόκειται γι’ αυτό. Αν ήταν έτσι, όσοι θέτουν ως κορωνίδα το ζήτημα της άμεσης εξόδου από την ΕΕ θα απαιτούσαν ταυτόχρονα την καταστροφή του αστικού κράτους, τη συγκρότηση κυβέρνησης εργατών και επαναστατικής συντακτικής συνέλευσης και άλλα τέτοια. Για να είμαστε ειλικρινείς, όμως, δεν το κάνουν. Επομένως, είτε το παραδέχονται είτε όχι, στην πραγματικότητα θεωρούν ένα ενδιάμεσο στάδιο εθνικού “προοδευτικού” καπιταλισμού προϋπόθεση μιας ενδεχόμενης μελλοντικής επαναστατικής κατάστασης.

Η εργατική τάξη, όμως, δεν έχει κανένα λόγο να μπει στη διαδικασία να διαλέξει μεταξύ μιας “ευρωπαϊκής” ή μιας εθνικο-προστατευτικής επίλυσης της κρίσης. Είναι και οι δύο εξίσου καπιταλιστικές και συντριπτικές για τους εργαζόμενους. Καπιταλισμός υπάρχει εξίσου μέσα και έξω από την ΕΕ. Η ελληνική κρίση δεν είναι αποτέλεσμα μιας υποτιθέμενης εξάρτησης της Ελλάδας από τα δυτικά ευρωπαϊκά κράτη, αλλά ενός παράλογου και ανθρωποφάγου συστήματος, για το οποίο οι Έλληνες και οι ξένοι κεφαλαιοκράτες και το πολιτικό τους προσωπικό είναι εξίσου υπεύθυνοι. Το αντικειμενικό συμφέρον των εργαζομένων είναι η καταστροφή αυτού του συστήματος, και όχι η μία ή η άλλη παραλλαγή αστικής διαχείρισης ή η συμμαχία με μια λιγότερο ή περισσότερο διαπλεκόμενη με τα διεθνή κεφάλαια μερίδα της αστικής τάξης. Για τους εργαζόμενους το αν το αστικό κράτος είναι ή όχι στην ΕΕ έχει μικρή σημασία μπροστά στο γεγονός ότι δεν μπορεί ποτέ να είναι το δικό τους κράτος, ένας μηχανισμός που να λογοδοτεί στα δικά τους συμφέροντα.

Η αριστερά, αναλόγως, δεν θα πρέπει να υποκύπτει σε εκβιαστικά διλήμματα που θέτει η άλλη πλευρά, οι αστικές κυβερνήσεις. Ο ρόλος της δεν είναι να υποδείξει νομισματικούς χειρισμούς, δημοσιονομικούς ελιγμούς και εναλλακτικούς ιμπεριαλιστικούς συμμάχους (πχ Ρωσία ή Κίνα αντί για ΕΕ). Δεν είναι να προτείνει στο ελληνικό αστικό κράτος να μείνει ή να φύγει από την ΕΕ, αλλά να προτείνει στην εργατική τάξη ένα συνεκτικό πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων, που να αμφισβητεί τους ιερούς κανόνες του καπιταλισμού και να θέτει σε τελική ανάλυση το ζήτημα της εξουσίας σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Ένα τέτοιο σύστημα αιτημάτων θα πρέπει να παρουσιάζει λογική συνέχεια και συνέπεια ως προς τον προσανατολισμό του, ώστε η μια διεκδίκηση να μη στρέφεται εναντίον της άλλης και να μη μπορεί να ενσωματωθεί σε μη επαναστατικές ή ακόμα και αντιδραστικές κατευθύνσεις. Κάθε επιμέρους αίτημα κρίνεται από το πόσο μπορεί να συνδέσει την άμεση αγωνιστική εμπειρία με μια πρόοδο της αντικαπιταλιστικής συνείδησης και τον πολιτικό εξοπλισμό της εργατικής τάξης. Στο βαθμό που καλλιεργεί αυταπάτες για μια προοδευτική εθνική αστικο-κρατική διέξοδο, η συνθηματολογία της εθνικής απεξάρτησης δε συμβάλλει καθόλου σε αυτή την κατεύθυνση.

Η ΕΕ και η ευρωζώνη ταλαιπωρούνται ήδη από βαθύτατες αντιφάσεις. Δεν έχουμε κανένα λόγο να επιδιώκουμε την εξομάλυνση αυτών των αντιφάσεων. Το αντίθετο. Ο αγώνας ενάντια στις αστικές κυβερνήσεις και τους διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς είναι ενιαίος. Κάθε επαναστατικός αγώνας σε μια επιμέρους χώρα σημαίνει και βαθιές ρήξεις στο εσωτερικό της ΕΕ. Ταυτόχρονα, η διεθνής αλληλεγγύη είναι απαραίτητη για την υπεράσπιση των συμφερόντων και των κατακτήσεων των εργαζομένων σε κάθε επιμέρους χώρα. Αν οι εργαζόμενοι σε μια χώρα μπορούν να επιβάλλουν τη ρήξη με τους βασικούς κανόνες του καπιταλισμού, η πίεση των εργαζομένων των άλλων χωρών στις δικές τους κυβερνήσεις είναι αυτή που μπορεί να τους προστατέψει από την εκδικητικότητα των άλλων αστικών κρατών.

Σε αυτή τη φάση, οι ρεφορμιστικές απαντήσεις, φιλο-ΕΕ ή αντι-ΕΕ, δεν είναι απλώς μισές, αλλά και εντελώς ανίκανες να εξασφαλίσουν την παραμικρή προοδευτική παραχώρηση. Αν στην κρίση ο καπιταλισμός αφεθεί να δουλέψει με τους κανόνες του, θα διαλέξει, είτε το θέλουμε είτε όχι, την πιο βάρβαρη λύση. Είναι καιρός η πλευρά των καταπιεσμένων να θέσει τα δικά της κρίσιμα ερωτήματα, και όχι να προσπαθεί να βρει απαντήσεις σε εκείνα που θέτουν οι κυρίαρχοι. Είναι καιρός να βάλει στο κέντρο αυτό που είναι η ουσία του προβλήματος: το ποια κοινωνική τάξη έχει στα χέρια της την πολιτική εξουσία και με ποιο τρόπο– ακόμα και αν η κατάσταση ακόμα απέχει από το να γίνει επαναστατική, ακόμα και αν η απάντηση δεν μπορεί παρά να έχει ακόμα κυρίως παιδαγωγική και ηθική σημασία. Η οξύτητα των κοινωνικών αντιφάσεων μπορεί, άλλωστε, να τη θέσει ως άμεση επιλογή πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα περιμέναμε.

Μάνος Σκ.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου