Παρακάτω ακολουθεί βίντεο από το Βαθύ Κόκκινο με απόσπασμα από τη χθεσινή εκπομπή του Χατζηνικολάου με τον Μ. Παπαδόπουλο να εξηγεί τα της κρίσης απ’ τη σκοπιά του ΚΚΕ, μιλώντας καθώς φαίνεται και από το βλέμμα των παρευρισκομένων, σε ‘ντουβάρια’. Ειδικά όταν μιλάει για την ‘κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου’, οι άλλοι χάνουν τη μπάλα. Το καταλαβαίνει κι ο ίδιος και ‘για να μη χαθούμε σε θεωρητικές αναλύσεις’ όπως λέει, αρχίζει να τα κάνει πιο λιανά. Οι αντιδράσεις του πάνελ είναι όλα τα λεφτά. Άλαλοι και αποσβολωμένοι, με μάτια πλάνα να προσπαθούν να ακολουθήσουν τη σκέψη του Παπαδόπουλου, που δεν είναι δα και κανένας δεινός ρήτορας. Μόνο ο Χατζηνικολάου προσπαθεί να ψελλίσει κάτι, απλώς για να κρύψει τη γύμνια και την πολιτική αμορφωσιά των άλλων ταγών του έθνους που ήταν μαζεμένοι εκεί. Πάγκαλο, Χατζηδάκη, Παναγόπουλο, Παπασπύρο, Κύρτσο διέκρινα. Από όλους αυτούς, ίσως μόνο στον Πάγκαλο να θύμισαν όλα αυτά κάτι, από τα πολύ παλιά, αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί τι. Από την άλλη πάλι, δεν έχει καμία σχέση με τον άνετο και γνωστό Πάγκαλο στην αρχή του βίντεο όπου, μιλώντας σε κοινό ‘χειροκροτητών’, πετάει τις γνωστές του εξυπνάδες ανενόχλητος.
Και μια πιο θεωρητική ανάλυση από τον Ριζοσπάστη της 15/03/2009, πριν ακόμα μας ενημερώσουνε πως αυτοί έχουνε κρίση, αλλά φταίμε όλοι μαζί και θα την πληρώσουμε τελικά εμείς τη νύφη. Εδώ ακολουθούν τα κομμάτια που αναφέρονται στην υπερπαραγωγή, την πτώση του ποσοστού κέρδους, την υπερπληθώρα κεφαλαίου και τις τράπεζες.
Η υπερπαραγωγή
Το καπιταλιστικό κράτος με την όποια παρέμβασή του, που υπάρχει και συνεχίζει, δεν μπορεί να αναιρέσει το αυθόρμητο στην καπιταλιστική παραγωγή, επομένως να βάλει τέρμα καταργώντας τον κύκλο της κρίσης. Την καπιταλιστική παραγωγή τη χαρακτηρίζει η αναρχία. Δεν μπορεί να υπάρξει γενικευμένη ρύθμιση και προγραμματισμός που να καταργήσουν τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του συστήματος.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται ιδεολογική παρέμβαση και αποκάλυψη αστικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων, αθώωσης των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, δηλαδή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Αυτές οι σχέσεις είναι η αιτία της κρίσης, η οριστική αντιμετώπιση της οποίας απαιτεί την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Στο «Κεφάλαιο», ο Μαρξ απέδειξε ότι αντικειμενικά ο καπιταλισμός θα αντικατασταθεί από τον ανώτερο, κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής. Ότι τα όρια του καπιταλισμού δεν είναι απεριόριστα. Και απέδειξε ότι αντικειμενικά και μέσω της δράσης των ίδιων των νόμων κίνησης του καπιταλισμού φτάνει στο τέλος του. Το εξηγεί μιλώντας για την ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης («Κεφάλαιο», τ. 1ος), αλλά και με τη μελέτη της μετοχικής εταιρείας («Κεφάλαιο», τ. 3ος), αποδεικνύοντας ότι η κεφαλαιοκρατική παραγωγή, φτάνοντας στο ανώτατο όριό της, κάνει περιττούς τους καπιταλιστές, αφού μετατρέπονται σε απλούς ιδιοκτήτες κεφαλαίου, μην έχοντας καμιά σχέση με την οργάνωση της παραγωγής.
Το γεγονός ότι τα όρια του καπιταλισμού δεν είναι απεριόριστα διαπιστώνεται από την όξυνση της βασικής του αντίθεσης ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και στην καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της, και από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης.
Οι καπιταλιστές αυξάνουν την παραγωγικότητα, αυξάνοντας τη μάζα των κερδών τους, αλλά αυτή η τάση οδηγεί στην πτώση του ποσοστού του κέρδους, που σημαίνει ότι αντικειμενικά δυσκολεύεται η αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Εδώ βρίσκεται και η στενότητα των ορίων του, το αναπόφευκτο της ανατροπής του.
Ας δούμε πώς το παρουσιάζει. «Εξάλλου, μια και το ποσοστό της αξιοποίησης του συνολικού κεφαλαίου, το ποσοστό του κέρδους, αποτελεί το κίνητρο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (ακριβώς όπως η αξιοποίηση του κεφαλαίου αποτελεί το μοναδικό της σκοπό), η πτώση του ποσοστού του κέρδους επιβραδύνει το σχηματισμό καινούργιων αυτοτελών κεφαλαίων και εμφανίζεται έτσι απειλητική για την ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής, προάγει την υπερπαραγωγή, την κερδοσκοπία, τις κρίσεις, την εμφάνιση περίσσιου κεφαλαίου, παράλληλα με τον περίσσιο πληθυσμό. Οι οικονομολόγοι, λοιπόν, που, όπως ο Ρικάρντο, θεωρούν απόλυτο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, νιώθουν εδώ ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής δημιουργεί φραγμό στον ίδιο τον εαυτό του, και γι' αυτό αποδίδουν το φραγμό αυτό όχι στην παραγωγή, αλλά στη φύση (στη διδασκαλία για την γαιοπρόσοδο). Το κύριο, όμως, που τους κάνει να τρομάζουν μπρος στο μειωνόμενο ποσοστό του κέρδους, είναι η διαίσθηση ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σκοντάφτει σ' έναν φραγμό, που δεν έχει καμιά σχέση με την παραγωγή του πλούτου σαν τέτοιου. Και αυτός ο ιδιόμορφος φραγμός μαρτυράει τον περιορισμένο στο χρόνο και τον ιστορικό, παροδικό μόνο χαρακτήρα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Μαρτυράει ότι δεν αποτελεί απόλυτο τρόπο παραγωγής για την παραγωγή του πλούτου, ότι μάλλον σε μια ορισμένη βαθμίδα έρχεται σε σύγκρουση με την παραπέρα ανάπτυξή του» («Το Κεφάλαιο» τρίτος τόμος, σελ. 306).
Πώς και γιατί προάγει την υπερπαραγωγή; Οι καπιταλιστές παράγοντας για το κέρδος είναι υποχρεωμένοι να αυξάνουν την παραγωγικότητα. Η ίδια η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει τούς οδηγεί σ' αυτό που σημαίνει ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, δηλαδή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή μέσα παραγωγής που αυξάνουν στον ίδιο χρόνο τη μάζα της παραγωγής εμπορευμάτων ακόμη και με λιγότερη χρησιμοποίηση εργατικής δύναμης, δηλαδή εργατών.
Ας δούμε πώς το δίνει ο Μαρξ. «Η σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου έναντι του σταθερού, που συμβαδίζει με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ωθεί στην ανάπτυξη του εργατικού πληθυσμού, ενώ δημιουργεί διαρκώς τεχνητό υπερπληθυσμό. Η συσσώρευση του κεφαλαίου εξεταζόμενη από την πλευρά της αξίας, επιβραδύνεται από το μειωνόμενο ποσοστό του κέρδους, και επιταχύνει έτσι τη συσσώρευση των αξιών χρήσης, η οποία με τη σειρά της επιταχύνει την πορεία της συσσώρευσης από άποψη αξίας.
Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή τείνει πάντα να ξεπεράσει αυτά τα εσωτερικά της όρια, τα ξεπερνάει, όμως, μόνο με μέσα, που της αντιτάσσουν εκ νέου και σε πιο τεράστια κλίμακα αυτά τα όρια.
Το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο, είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αυτοαξιοποίησή του εμφανίζονται σαν αφετηρία και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός της παραγωγής, ότι η παραγωγή είναι μόνο παραγωγή για το κεφαλαίο και όχι αντίστροφα, ότι δηλαδή τα μέσα παραγωγής είναι απλά μέσα για μια διαρκώς διευρυνόμενη διαμόρφωση του προτσές της ζωής για την κοινωνία των παραγωγών. Τα όρια, μέσα στα οποία μόνο μπορούν να κινηθούν η διατήρηση και η αξιοποίηση της κεφαλαιακής αξίας, οι οποίες βασίζονται στην απαλλοτρίωση και στην πτώχευση της μεγάλης μάζας των παραγωγών, τα όρια αυτά βρίσκονται γι' αυτό διαρκώς σε αντίφαση με τις μεθόδους παραγωγής, που είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο για το σκοπό του και που τείνουν προς απεριόριστη αύξηση της παραγωγής, προς την παραγωγή σαν αυτοσκοπό, προς την απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας. Το μέσο - απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας - έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον περιορισμένο σκοπό της αξιοποίησης του υπάρχοντος κεφαλαίου. Αν λοιπόν ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής είναι ένα μέσο ιστορικής σημασίας για την ανάπτυξη της υλικής παραγωγικής δύναμης και για τη δημιουργία της αντίστοιχης σ' αυτήν παγκόσμιας αγοράς, αποτελεί ταυτόχρονα τη μόνιμη αντίφαση ανάμεσα σ' αυτό το ιστορικό του καθήκον και στις αντίστοιχές του κοινωνικές σχέσεις παραγωγής» («Το Κεφάλαιο», τρίτος τόμος, σελ. 316).
Η διαρκής ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε σχέση με τον περιορισμένο σκοπό της αξιοποίησης του κεφαλαίου οδηγεί στην κρίση.
Η πτώση του ποσοστού κέρδους και η υπερπληθώρα κεφαλαίου
Η σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου σημαίνει μείωση των εργατών, που συμβαδίζει με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο υπερπληθυσμός είναι οι άνεργοι. Η αναφορά στην αύξηση των αξιών χρήσης σημαίνει αύξηση της παραγωγής προϊόντων για πούληση στην αγορά που θα φέρει στους καπιταλιστές συσσώρευση κεφαλαίου. Εδώ δείχνει την τάση της απεριόριστης αύξησης της παραγωγής που απαιτεί την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Που έρχεται όμως σε αντίφαση με τον περιορισμένο σκοπό της παραγωγής, το κέρδος. Το ποσοστό του οποίου πέφτει. Ταυτόχρονα η πτώση του ποσοστού κέρδους που δεν αναπληρώνεται από τη μάζα του κέρδους δημιουργεί κεφάλαια που δεν μπορούν να αξιοποιηθούν στην παραγωγή. Τα οποία καταλήγουν στις τράπεζες (Πίστη) και αξιοποιούνται απ' αυτές είτε στα κερδοσκοπικά παιχνίδια μέσω και Χρηματιστηρίου (μετοχές, αγυρτεία), είτε ως αναπασχόλητο κεφάλαιο, γιατί δεν μπορεί να επενδυθεί. Είναι συνέπεια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, της πτώσης του ποσοστού κέρδους που οδηγεί σε υπερσυσσώρευση κεφαλαίου με κομμάτι του που μένει αναξιοποίητο. Έχουμε επομένως υπερσσυσώρευση κεφαλαίου, που δεν μπορεί να μπει στην παραγωγή. Δηλαδή σημάδι κρίσης.
Σχετικά μ' αυτό ο Μαρξ αναφέρει: «Με την πτώση του ποσοστού του κέρδους αυξάνει το ελάχιστο μέγεθος του κεφαλαίου, που απαιτείται να διαθέτει ο ξεχωριστός κεφαλαιοκράτης για την παραγωγική χρησιμοποίηση της εργασίας, του κεφαλαίου που απαιτείται τόσο για την εκμετάλλευση της εργασίας γενικά, όσο και για να είναι ο ξοδεμένος εργάσιμος χρόνος, ο αναγκαίος για την παραγωγή των εμπορευμάτων χρόνος, και να μην ξεπερνάει ο χρόνος αυτός το μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή των εμπορευμάτων. Και ταυτόχρονα αυξάνει η συγκέντρωση του κεφαλαίου, γιατί, πέρα από ορισμένα όρια, ένα μεγάλο κεφάλαιο με μικρό ποσοστό κέρδους συσσωρεύεται πιο γρήγορα από ένα μικρό κεφάλαιο με μεγάλο ποσοστό κέρδους. Αυτή η αυξανόμενη συγκέντρωση οδηγεί από την πλευρά της, όταν φθάσει ένα ορισμένο επίπεδο, σε νέα πτώση του ποσοστού του κέρδους. Η μάζα των μικρών κατακερματισμένων κεφαλαίων ωθείται έτσι στο δρόμο των περιπετειών: κερδοσκοπία, πιστωτική αγυρτεία, απάτη με τις μετοχές, κρίσεις. Η λεγόμενη πληθώρα του κεφαλαίου αναφέρεται ουσιαστικά πάντα στην πληθώρα εκείνη κεφαλαίου, για το όποιο η πτώση του ποσοστού του κέρδους δεν ισοσταθμίζεται από τη μάζα του - και τέτοιες είναι πάντα οι νέες σχηματιζόμενες φρέσκες καταβολάδες του κεφαλαίου - ή αναφέρεται στην πληθώρα εκείνη που, με τη μορφή της Πίστης, θέτει στη διάθεση των επιχειρηματιών των μεγάλων κλάδων παραγωγής, τα κεφάλαια εκείνα που μόνα τους είναι ανίκανα για αυτοτελή δράση. Η πληθώρα αυτή του κεφαλαίου απορρέει από τις ίδιες συνθήκες, που γεννούν ένα σχετικό υπερπληθυσμό, και γι' αυτό αποτελεί ένα φαινόμενο που συμπληρώνει αυτόν τον τελευταίο, παρ' όλο που και οι δυο βρίσκονται σε αντιτιθέμενους πόλους, αναπασχόλητο κεφάλαιο στη μια πλευρά, και αναπασχόλητος εργατικός πληθυσμός στην άλλη.
Υπερπαραγωγή κεφαλαίου, και όχι ξεχωριστών εμπορευμάτων - αν και η υπερπαραγωγή κεφαλαίου περιλαβαίνει πάντα την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων - δε σημαίνει λοιπόν τίποτα άλλο από υπερσυσσώρευση κεφαλαίου» («Το Κεφάλαιο», τρίτος τόμος, σελ. 317).
Οι δυσκολίες αναπαραγωγής και οι τράπεζες
Στην κρίση λοιπόν υπάρχει συσσωρευμένο κεφάλαιο, το οποίο δεν μπορούν να επενδύσουν, σε συνδυασμό με αναξιοποίητο βιομηχανικό κεφάλαιο, δηλαδή δυσκολία συνέχειας της διευρυμένης αναπαραγωγής, με δεδομένο ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η παραγωγή, δηλαδή η πούληση εμπορευμάτων.
«Στη διάρκεια της ίδιας της κρίσης, όταν ο καθένας έχει κάτι να πουλήσει και δεν μπορεί να το πουλήσει, ενώ είναι υποχρεωμένος να πουλήσει για να μπορεί να πληρώσει, ακριβώς τότε είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά η μάζα, όχι του αναπασχόλητου κεφαλαίου, του κεφαλαίου που ζητάει να επενδυθεί, αλλά η μάζα του κεφαλαίου που δυσκολεύεται στο προτσές της αναπαραγωγής του, όταν είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά και η έλλειψη πιστώσεων (και γι' αυτό είναι μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά το προεξοφλητικό επιτόκιο των τραπεζιτών). Τότε μεγάλες μάζες του ήδη επενδυμένου κεφαλαίου είναι πράγματι αναπασχόλητες, γιατί σκαλώνει το προτσές αναπαραγωγής. Εργοστάσια παραμένουν κλειστά, πρώτες ύλες σωρεύονται, έτοιμα προϊόντα παραγεμίζουν την αγορά με τη μορφή εμπορευμάτων. Δεν υπάρχει επομένως μεγαλύτερο σφάλμα από το να αποδίδουν την κατάσταση αυτή σε έλλειψη παραγωγικού κεφαλαίου. Τότε ακριβώς υπάρχει υπερπληθώρα παραγωγικού κεφαλαίου, εν μέρει σε σχέση με την κανονική, για την ώρα όμως περιορισμένη, κλίμακα της αναπαραγωγής, εν μέρει σε σχέση με την ελαττωμένη κατανάλωση» («Το Κεφάλαιο», τρίτος τόμος, σελ. 609).
Αυτή η εκτίμηση αποκαλύπτει το γιατί οι κυβερνήσεις στηρίζουν οικονομικά τις τράπεζες. Έλλειψη πιστώσεων σημαίνει ότι λόγω κρίσης οι τράπεζες δε δανείζουν ή δε μεσολαβούν για τη συνέχιση του προτσές της παραγωγής και της κυκλοφορίας εμπορευμάτων, αφού υπάρχει υπερπαραγωγή, επομένως διακοπή της αναπαραγωγής, που σημαίνει κινδύνους αποπληρωμής δανείων, ενώ υπάρχει την ίδια ώρα αναξιοποίητο παραγωγικό κεφάλαιο. Υπάρχουν και οι κίνδυνοι να μην πραγματοποιηθούν πιστώσεις που έχουν ήδη δοθεί πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Εδώ οι τράπεζες πρέπει να στηριχτούν όχι μόνο από τυχόν τέτοιες ζημιές, αλλά και από ζημιές λόγω κερδοσκοπικών δικών τους παιχνιδιών στα Χρηματιστήρια. Από τη σκοπιά τους οι βιομηχανίες ζητούν πιστώσεις για να συνεχίσουν την παραγωγή, αλλά αφού διαπιστώνεται δυσκολία στην πούληση της παραγωγής τους δεν παίρνουν πιστώσεις για να τη συνεχίσουν. Και αυτό ακριβώς γιατί υπάρχει ήδη αδιάθετη παραγωγή.
Αυτό επίσης το δίνει ανάγλυφα ο Μαρξ, ως εξής: «Ας φανταστούμε ότι όλη η κοινωνία αποτελείται μονάχα από βιομηχάνους κεφαλαιοκράτες και από μισθωτούς εργάτες. Ας παραβλέψουμε σε συνέχεια τις διακυμάνσεις των τιμών, που εμποδίζουν μεγάλες μερίδες του συνολικού κεφαλαίου να αναπληρώνονται στις μέσες καταστάσεις τους και που λόγω της γενικής συνάρτησης του συνολικού προτσές αναπαραγωγής, έτσι όπως το αναπτύσσει ιδίως η Πίστη, πρέπει αναπόφευκτα να προκαλούν πάντα προσωρινά γενικά σταματήματα. Ας παραβλέψουμε επίσης τις φαινομενικές συναλλαγές και τις κερδοσκοπικές ανταλλαγές που τις προάγει το πιστωτικό σύστημα. Τότε μια κρίση θα μπορούσε να εξηγηθεί μονό με τις δυσαναλογίες της παραγωγής σε διάφορους κλάδους, και από τη δυσαναλογία ανάμεσα στην κατανάλωση των ίδιων των κεφαλαιοκρατών και στη συσσώρευσή τους. Όπως όμως έχουν τα πράγματα, η αναπλήρωση των επενδυμένων στην παραγωγή κεφαλαίων εξαρτιέται στο μεγαλύτερο μέρος τους από την ικανότητα κατανάλωσης των μη παραγωγικών τάξεων, ενώ η ικανότητα κατανάλωσης των εργατών περιορίζεται εν μέρει από τους νόμους του μισθού εργασίας, και εν μέρει από το γεγονός, ότι τους εργάτες τους απασχολούν τόσο καιρό μόνο, όσο καιρό μπορούν να απασχολούνται επικερδώς από την τάξη των κεφαλαιοκρατών. Η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, που αντιτίθεται στην τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής να αναπτύσσει έτσι τις παραγωγικές δυνάμεις, λες και το όριό της αποτελείται μόνο από την απόλυτη ικανότητα κατανάλωσης της κοινωνίας.
Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πραγματική έλλειψη παραγωγικού κεφαλαίου, τουλάχιστον στα από κεφαλαιοκρατική άποψη αναπτυγμένα έθνη, παρά μόνο στην περίπτωση κακών εσοδειών, είτε των κύριων μέσων διατροφής, είτε των κυριότερων βιομηχανικών πρώτων υλών.
Σ' αυτήν όμως την εμπορική Πίστη προστίθεται τώρα η καθεαυτό χρηματική Πίστη. Η αμοιβαία πίστωση των βιομηχάνων και των εμπόρων μπλέκεται με τα δάνεια σε χρήμα σ' αυτούς από μέρους των τραπεζιτών και των δανειστών χρήματος. Κατά την προεξόφληση των συναλλαγματικών το δάνειο είναι μόνο ονομαστικό. Ένας εργοστασιάρχης πουλάει το προϊόν του έναντι μιας συναλλαγματικής και προεξοφλεί τη συναλλαγματική αυτή σε έναν bill-broker (μεσίτη συναλλαγματικών). Στην πραγματικότητα ο μεσίτης δανείζει μόνο την πίστωση του τραπεζίτη του, που με τη σειρά του δανείζει το χρηματικό κεφάλαιο των καταθετών του, οι όποιοι αποτελούνται από τους ίδιους τους βιομηχάνους και εμπόρους, αλλά και από εργάτες (μέσω των ταμιευτηρίων), από γαιοκτήμονες και από άλλες μη παραγωγικές τάξεις. Έτσι ο κάθε ατομικός εργοστασιάρχης ή έμπορος αποφεύγει την υποχρέωση να διατηρεί μεγάλο εφεδρικό κεφάλαιο, και την εξάρτησή του από τις πραγματικές χρηματικές επιστροφές. Από την άλλη μεριά, όμως, εν μέρει με τις συναλλαγματικές ευκολίες και εν μέρει με εκείνες τις εμπορευματικές συναλλαγές που έχουν μοναδικό σκοπό την παραγωγή συναλλαγματικών, όλο το προτσές περιπλέκεται τόσο, που μπορεί να εξακολουθεί με όλη την ησυχία της να υπάρχει επί πολύ ακόμα η επίφαση πολύ καλών εργασιών και εύκολων χρηματικών επιστροφών, όταν από καιρό πια οι επιστροφές γίνονταν στην πραγματικότητα εν μέρει σε βάρος εξαπατημένων δανειστών χρήματος και εν μέρει σε βάρος εξαπατημένων παραγωγών. Γι' αυτό, ακριβώς άμεσα πριν από το κραχ, φαίνεται πάντα η επιχείρηση σχεδόν υπερβολικά υγιής. Την καλύτερη απόδειξη γι' αυτό μας την προσφέρουν λ.χ. οι "Reports on Bank Acts" του 1857 και 1858, όπου όλοι οι διευθυντές τραπεζών, οι έμποροι, με δυο λόγια όλοι οι καλεσμένοι εμπειρογνώμονες, με επικεφαλής τον λόρδο Οβερστον, αλληλοσυγχαίρονταν για την άνθηση και την υγεία των εργασιών - ακριβώς ένα μήνα προτού ξεσπάσει η κρίση, τον Αύγουστο του 1857. Και κατά περίεργο τρόπο ο Τουκ, σαν ιστοριογράφος κάθε κρίσης, στο έργο του "Ιστορία των τιμών", επαναλαμβάνει ακόμα μια φορά την αυταπάτη αυτή. Οι επιχειρήσεις είναι πάντα υγιέστατες και οι δουλειές ευδοκιμούν περίλαμπρα, ώσπου ακολουθεί με μιας η κατάρρευση» («Το Κεφάλαιο», τρίτος τόμος, σελ. 609 - 611).
Επομένως, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν μπορεί να ξεφύγει από την αναρχία στην παραγωγή, αφού οι καπιταλιστές δεν παράγουν για την κάλυψη των αναγκών της κοινωνίας, των ανθρώπων. Έτσι παράγουν αλλά δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν την παραγωγή, να πουλήσουν τα εμπορεύματα, και επέρχεται κρίση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου