Απόσπασμα από το άρθρο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου, ‘Μετασχηματισμοί του ελληνικού καπιταλισμού’ το οποίο πραγματεύεται το ζήτημα των μεταβολών που χαρακτήρισαν τη διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας. Το εδώ απόσπασμα αναφέρεται στον εννοιολογικό προσδιορισμό των κοινωνικών τάξεων και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την κάθε μία χωριστά, στις σημερινές συνθήκες:
Για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει κατά πόσο έχει τροποποιηθεί η κοινωνική διάρθρωση στη σημερινή Ελλάδα πρέπει προηγουμένως να αποσαφηνισθούν ορισμένα μεθοδολογικά προβλήματα. Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητο τόσο ο ορισμός της έννοιας της κοινωνικής τάξης όσο και ο ιδιαίτερος προσδιορισμός της κάθε επιμέρους κοινωνικής τάξης. Τι είναι, λοιπόν, μια κοινωνική τάξη;
Σύμφωνα με τον ορισμό του Λένιν, «Τάξεις ονομάζουμε μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σ’ ένα, ιστορικά καθορισμένο, σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (... ) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και, συνεπώς, από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Οι τάξεις είναι τέτοιες ομάδες ανθρώπων, που η μία μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ’ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας» (Λένιν, χ.χ.: 15).
Παρατηρούμε πως στον ορισμό του Λένιν υπάρχει μια συνάρθρωση τριών κριτηρίων:
α) της θέσης απέναντι στα μέσα παραγωγής,
β) της θέσης μέσα στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, και
γ) των τρόπων απόκτησης και το ύψος του εισοδήματος (Bensaid D., 1995: 203).
Η κοινή συνισταμένη, που διαπερνά τα τρία αυτά κριτήρια του ορισμού του Λένιν, είναι το φαινόμενο της εκμετάλλευσης. Ο κάτοχος των μέσων παραγωγής εκμεταλλεύεται αυτόν που κατέχει μόνο την εργατική του δύναμη, γιατί τον πληρώνει λιγότερο απ’ όσο εργάζεται. Για να μπορέσει, όμως, να αναπαράγεται αυτή η κοινωνική σχέση που προέρχεται από την κατοχή του κεφαλαίου είναι αναγκαία η διαμόρφωση ορισμένων δομικών χαρακτηριστικών στην παραγωγική διαδικασία που να διευκολύνουν την κύκληση του κεφαλαίου και που να δημιουργούν τις απαραίτητες ιεραρχικές διαρθρώσεις ώστε να γίνεται εφικτή η εργασιακή πειθαρχία. Με αυτή την έννοια η εκμετάλλευση, και σε ένα δεύτερο επίπεδο οι σχέσεις κυριαρχίας, και ειδικότερα ο τρόπος με τον οποίο αρθρώνονται σε μία κοινωνική δομή (Croix G., 1984: 94), είναι οι παραγωγοί του σχηματισμού και της αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων.
Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να συμπεράνουμε πως, από τη μια πλευρά, τα θεμέλια του κοινωνικού καταμερισμού βρίσκονται στην ύπαρξη των σχέσεων εκμετάλλευσης και των σχέσεων κυριαρχίας και, από την άλλη πλευρά, η «συμμετοχή» σε μια τάξη εξαρτάται, καταρχήν, από την κατοχή των μέσων παραγωγής και, δευτερευόντως, από τη θέση μέσα στον καταμερισμό της εργασίας καθώς και από το ύψος του κοινωνικού πλούτου που ο καθένας αποσπά.
Βέβαια, πρέπει να υπογραμμιστεί πως η «ταξινόμηση» των φορέων κοινωνικών σχέσεων δεν αποτελεί μια διαδικασία στατική και εγκεφαλική. Αντίθετα, οι κοινωνικές τάξεις ορίζονται μέσα από την ανταγωνιστική σχέση, την πάλη των τάξεων (Balibar E., 1985: 174), που χαρακτηρίζει την κίνηση της ιστορίας. Αυτό σημαίνει πως τα αποτελέσματα της πάλης των τάξεων δημιουργούν μεταλλαγές στη θέση των κοινωνικών κατηγοριών και των κοινωνικών στρωμάτων κατά τρόπο που να μην αντιστοιχεί μια καθορισμένη κοινωνική θέση σε μια επαγγελματική κατηγορία. Όλα είναι δυνατό να μετεξελιχθούν.
Χαρακτηριστικά των επιμέρους κοινωνικών τάξεων
Οι βασικές τάξεις
Στηριζόμενοι σε αυτούς τους γενικούς προσδιορισμούς μπορούμε να καταλήξουμε σχετικά με το ποια είναι τα ποιο σημαντικά χαρακτηριστικά της αστικής τάξης: είναι η τάξη που διευθύνει την καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, η τάξη που, λαμβάνοντας υπόψη τα ίδια συμφέροντά της, καθορίζει το περιεχόμενο και τις ιεραρχήσεις της, κυριαρχούμενης από το κεφάλαιο, κοινωνικής πράξης (Bihr A., 1989: 88-89). Η θέση της βασίζεται στην ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής και στην υπαγωγή των κοινωνικών δυνάμεων στην εξουσία της. Σε επίπεδο υψηλής αφαίρεσης τα μέλη της προσδιορίζονται ως εκμεταλλευτές / κάτοχοι / μη παραγωγοί / αποσπώντες υπερεργασία / οργανωτές των μηχανισμών κυριαρχίας (Johnson T., 1977: 203).
Σε πλήρη αντιδιαστολή με την αστική τάξη η εργατική τάξη είναι αποστερημένη από την κατοχή των μέσων παραγωγής και εκτελεί όλες εκείνες τις πρακτικές που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και στην ενδυνάμωση της κοινωνικής του εξουσίας. Δεν κατέχει ούτε τον έλεγχο ούτε μπορεί να επηρεάσει το περιεχόμενο της εργασίας της. Ασκεί, απλά, ένα εκτελεστικό ρόλο στο εσωτερικό του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας (Bihr A., 1989: 90). Με ένα πιο αφαιρετικό τρόπο θα μπορούσαμε να ορίσουμε την εργατική τάξη ως αποτελούμενη από εκμεταλλευόμενους / μη κατόχους / παραγωγούς / μισθωτούς / υφιστάμενους τους καταναγκασμούς που επιβάλουν οι μηχανισμοί κυριαρχίας (Johnson T., 1977: 202- 203).
Μεταξύ των δύο θεμελιακών τάξεων υπάρχει επίσης μια τρίτη ενδιάμεση τάξη: η μικροαστική τάξη. Η τάξη αυτή περιλαμβάνει όλους εκείνους που λόγω της θέσης τους στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας διαθέτουν εισόδημα μεγαλύτερο της αξίας της εργατικής τους δύναμης (Baudelot C., Establet R., Malemort J., 1973: 224). Πρόκειται για μια τάξη που, την ίδια στιγμή, είναι ηγεμονευόμενη από την αστική τάξη και ηγεμονική απέναντι στο προλεταριάτο (Bihr A., 1989: 89). Με αυτή την έννοια θεωρούμε πως ο σωστός χαρακτηρισμός για την μικροαστική τάξη είναι πως πρόκειται για τάξη ενδιάμεση, τάξη υπαγόμενη στις δύο θεμελιώδεις (Resnick S., Wolff R., 1986: 102) και όχι για την μεσαία τάξη. Όσο και αν φαίνεται πως οι όροι αυτοί είναι ταυτόσημοι, στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Με τον όρο «μεσαία» τάξη, μεσαία στρώματα κλπ., εννοείται πως υπάρχει ένα νοητό κοινωνικό συνεχές στην κοινωνική διαστρωμάτωση, μία διαβαθμισμένη πυραμίδα όπου στη βάση τοποθετείται η εργατική τάξη, στη μέση τα λεγόμενα μεσαία στρώματα και στην κορυφή η άρχουσα τάξη. Αντίθετα ο όρος ενδιάμεσος σηματοδοτεί την ύπαρξη μιας ενδιάμεσης κοινωνικής τάξης η οποία στο οικονομικό επίπεδο δεν είναι εκμεταλλευόμενη αλλά λειτουργεί υποστηρικτικά στις δομές οικονομικής εκμετάλλευσης, στο ιδεολογικό επίπεδο συμβάλει αποφασιστικά στην αναπαραγωγή των φετιχιστικών αναπαραστάσεων που έχουν τα κυριαρχούμενα στρώματα για τις συνθήκες κυριαρχίας τους, και στο πολιτικό επίπεδο διακρίνεται από μία αμφιθυμία στο με ποια από τις δύο θεμελιώδεις τάξεις θα συμμαχήσει.
Η μικροαστική τάξη είναι χωρισμένη σε δύο μερίδες: στη νέα μικροαστική τάξη και στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη. Και οι δύο αυτές μερίδες ανήκουν στην ίδια τάξη, γιατί η κοινωνική τους πρακτική χαρακτηρίζεται, αφενός, από την αδυναμία άρθρωσης αυτόνομης πολιτικής δράσης, αντίθετα με την εργατική ή την αστική τάξη - γεγονός που επιφέρει την πρόσδεσή της πότε στη μια και πότε στην άλλη τάξη - αφετέρου, λόγω της κοινής οικονομικής τους βάσης. Κοινή οικονομική βάση που στηρίζεται είτε στην απόσπαση υπεραξίας (παραδοσιακή μικροαστική τάξη), είτε στην πληρωμή από τον όγκο της υπεραξίας (στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης που εργάζονται στο δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα), είτε στην αμοιβή τους που βρίσκεται πάνω από το επίπεδο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (στελέχη της κρατικής γραφειοκρατίας, ελεύθεροι επαγγελματίες) και έχει ως κοινή συνισταμένη το γεγονός πως τα μέλη αυτής της τάξης δεν υφίστανται εκμετάλλευση και ότι πληρώνονται για το σύνολο του χρόνου της εργασίας τους.
Δύο ειδικές περιπτώσεις
Το ζήτημα των αγροτών
Σε ό,τι αφορά το θέμα των αγροτικών στρωμάτων η θέση που υποστηρίζεται είναι πως το καπιταλιστικό σύστημα με μία σειρά από άμεσους και έμμεσους τρόπους έχει καταφέρει να ενσωματώσει τα αγροτικά στρώματα και να τα μεταβάλει σε εργάτες γης. Όπως σωστά υποστηρίζει ο Κ. Βεργόπουλος, η ανάπτυξη του καπιταλισμού οδήγησε στην ενσωμάτωση της γεωργίας στον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η «μικρή αγροτική παραγωγή (να) αποτελεί όχι ένα προκαπιταλιστικό υπόλειμμα, αλλά μία μορφή αναπαραγόμενη από το σύγχρονο καπιταλισμό και ενσωματούμενη σ’ αυτόν» (Βεργόπουλος K., 1975: 207).
Το παραπάνω επιτυγχάνεται μέσω της υιοθέτησης από το καπιταλιστικό σύστημα πληθώρας εξειδικευμένων μέτρων: 1) πολιτικές μείωσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων και αύξησης των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων, 2) μορφές υψηλής φορολογίας που επιβαρύνουν ιδιαίτερα τους αγρότες παραγωγούς, 3) πληθωριστικές πολιτικές οι οποίες, ως μορφές αναγκαστικής αποταμίευσης, επιφέρουν την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των πιο πλουσίων (Vergopoulos K., 1974: 172 κε) , 4) συμφωνίες μεταξύ ολιγοπωλιακού κεφαλαίου και οικογενειακών εκμεταλλεύσεων για παραγωγή μίας καθορισμένης ποσότητας, («με το κομμάτι»), για τις μεγάλες επιχειρήσεις τροφίμων και κτηνοτροφικών προϊόντων.
Το αποτέλεσμα είναι πως μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο παραγωγής, οι μικροί καλλιεργητές, εργαζόμενοι όλο και πιο εντατικά, καταλήγουν να απολέσουν την ουσιαστική κυριότητα των μέσων παραγωγής, ενώ οι αποφάσεις σχετικά με τους ρυθμούς και τα προϊόντα της παραγωγής περνούν όλο και περισσότερο στην εξουσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα ο μεν αγρότης δεν κατορθώνει παρά να εξασφαλίσει τα μέσα για την αναπαραγωγή του (George P., 1964: 9-11), ενώ το κεφάλαιο πετυχαίνει να καρπωθεί όλο το πλεόνασμα που δημιουργείται στην αγροτική παραγωγή (Vergopoulos K., 1974: 267).
Αυτή η διαδικασία απόσπασης πλεονάσματος από τους άμεσους παραγωγούς έχει τις επιπτώσεις της, όσον αφορά την κοινωνική ένταξη των αγροτικών μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων. Τα στρώματα αυτά αποτελούν μια οιονεί μερίδα της εργατικής τάξης. Στην ουσία δε διαφέρουν από τους υπόλοιπους εργάτες, αφού έχουν ξεπέσει στο επίπεδο του χειρώνακτα προλετάριου (Amin S., 1974: 46).
Κατ’ αυτό τον τρόπο οι μικροϊδιοκτήτες γης που δε χρησιμοποιούν μισθωτούς αγρεργάτες, οι οποίοι αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων αγροτών, ανήκουν σε ένα ξεχωριστό κοινωνικό στρώμα που ονομάζεται οιονεί εργατική τάξη. Αντίστοιχα οι ιδιοκτήτες γης που χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία αλλά δεν πραγματοποιούν διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου ανήκουν στην οιονεί μικροαστική τάξη και όσοι προβαίνουν σε διευρυμένη αναπαραγωγή στην οιονεί αστική τάξη.
Οι Δημόσιοι υπάλληλοι
Το σώμα των δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο ενοποιείται κατά βάση λόγω του θεσμού της μονιμότητας είναι ένα διαταξικό σώμα όπου η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων εντάσσεται στην εργατική τάξη. Αυτό συμβαίνει γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων στη μεταποίηση, ενέργεια-ύδρευση, επικοινωνίες, μεταφορές και τράπεζες είναι εκμεταλλευόμενοι (Meiksins R., 1986: 17), επειδή ανταλλάσσουν την εργατική τους δύναμη με κεφάλαιο αμειβόμενοι λιγότερο απ’ όσο εργάστηκαν.
Ταυτόχρονα οι εργαζόμενοι σε εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, όπου η εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν, καθώς και το διοικητικό προσωπικό των διαφόρων δημοσίων οργανισμών και υπουργείων (Μαγκλιβέρας 1987: 103) ανήκουν - εκτός από τα ανώτερα και τα μεσαία στελέχη των υπουργείων, τους στρατιωτικούς, τους καθηγητές πανεπιστημίου, καθώς και τα εργαζόμενα στο Δημόσιο μέλη της νέας μικροαστικής τάξης (μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί) - στην εργατική τάξη για τους ακόλουθους λόγους:
α) δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής,
β) τους αποσπάται υπερεργασία,
γ) επιτελούν τη λειτουργία συλλογικού εργάτη (Carchedi G., 1977: 134) και
δ) αμείβονται με μισθό που καθορίζεται από την κρατική εισοδηματική πολιτική (Λύτρας Α., 1993: 98), είναι ίσος με την αξία της εργατικής τους δύναμης γιατί βρίσκεται σε άμεση συσχέτιση με τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα (Bouvier-Ajam M., Mury G., 1963: 73) που τείνουν να μην ξεπερνούν το ύψος της αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης.
Από εκεί και πέρα χρησιμοποιώντας τα κριτήρια που αναφέραμε στις προηγούμενες παραγράφους τα μεσαία στελέχη των υπουργείων και των δημοσίων επιχειρήσεων, οι πανεπιστημιακοί, οι στρατιωτικοί - εκτός από τους ανώτατους αξιωματικούς - ανήκουν στη μικροαστική τάξη, ενώ οι κορυφές της διοίκησης (πολιτικής, στρατιωτικής, πανεπιστημιακής) και των κρατικών εταιρειών ανήκουν στην αστική τάξη.
Για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει κατά πόσο έχει τροποποιηθεί η κοινωνική διάρθρωση στη σημερινή Ελλάδα πρέπει προηγουμένως να αποσαφηνισθούν ορισμένα μεθοδολογικά προβλήματα. Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητο τόσο ο ορισμός της έννοιας της κοινωνικής τάξης όσο και ο ιδιαίτερος προσδιορισμός της κάθε επιμέρους κοινωνικής τάξης. Τι είναι, λοιπόν, μια κοινωνική τάξη;
Σύμφωνα με τον ορισμό του Λένιν, «Τάξεις ονομάζουμε μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σ’ ένα, ιστορικά καθορισμένο, σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (... ) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και, συνεπώς, από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Οι τάξεις είναι τέτοιες ομάδες ανθρώπων, που η μία μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ’ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας» (Λένιν, χ.χ.: 15).
Παρατηρούμε πως στον ορισμό του Λένιν υπάρχει μια συνάρθρωση τριών κριτηρίων:
α) της θέσης απέναντι στα μέσα παραγωγής,
β) της θέσης μέσα στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, και
γ) των τρόπων απόκτησης και το ύψος του εισοδήματος (Bensaid D., 1995: 203).
Η κοινή συνισταμένη, που διαπερνά τα τρία αυτά κριτήρια του ορισμού του Λένιν, είναι το φαινόμενο της εκμετάλλευσης. Ο κάτοχος των μέσων παραγωγής εκμεταλλεύεται αυτόν που κατέχει μόνο την εργατική του δύναμη, γιατί τον πληρώνει λιγότερο απ’ όσο εργάζεται. Για να μπορέσει, όμως, να αναπαράγεται αυτή η κοινωνική σχέση που προέρχεται από την κατοχή του κεφαλαίου είναι αναγκαία η διαμόρφωση ορισμένων δομικών χαρακτηριστικών στην παραγωγική διαδικασία που να διευκολύνουν την κύκληση του κεφαλαίου και που να δημιουργούν τις απαραίτητες ιεραρχικές διαρθρώσεις ώστε να γίνεται εφικτή η εργασιακή πειθαρχία. Με αυτή την έννοια η εκμετάλλευση, και σε ένα δεύτερο επίπεδο οι σχέσεις κυριαρχίας, και ειδικότερα ο τρόπος με τον οποίο αρθρώνονται σε μία κοινωνική δομή (Croix G., 1984: 94), είναι οι παραγωγοί του σχηματισμού και της αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων.
Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να συμπεράνουμε πως, από τη μια πλευρά, τα θεμέλια του κοινωνικού καταμερισμού βρίσκονται στην ύπαρξη των σχέσεων εκμετάλλευσης και των σχέσεων κυριαρχίας και, από την άλλη πλευρά, η «συμμετοχή» σε μια τάξη εξαρτάται, καταρχήν, από την κατοχή των μέσων παραγωγής και, δευτερευόντως, από τη θέση μέσα στον καταμερισμό της εργασίας καθώς και από το ύψος του κοινωνικού πλούτου που ο καθένας αποσπά.
Βέβαια, πρέπει να υπογραμμιστεί πως η «ταξινόμηση» των φορέων κοινωνικών σχέσεων δεν αποτελεί μια διαδικασία στατική και εγκεφαλική. Αντίθετα, οι κοινωνικές τάξεις ορίζονται μέσα από την ανταγωνιστική σχέση, την πάλη των τάξεων (Balibar E., 1985: 174), που χαρακτηρίζει την κίνηση της ιστορίας. Αυτό σημαίνει πως τα αποτελέσματα της πάλης των τάξεων δημιουργούν μεταλλαγές στη θέση των κοινωνικών κατηγοριών και των κοινωνικών στρωμάτων κατά τρόπο που να μην αντιστοιχεί μια καθορισμένη κοινωνική θέση σε μια επαγγελματική κατηγορία. Όλα είναι δυνατό να μετεξελιχθούν.
Χαρακτηριστικά των επιμέρους κοινωνικών τάξεων
Οι βασικές τάξεις
Στηριζόμενοι σε αυτούς τους γενικούς προσδιορισμούς μπορούμε να καταλήξουμε σχετικά με το ποια είναι τα ποιο σημαντικά χαρακτηριστικά της αστικής τάξης: είναι η τάξη που διευθύνει την καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, η τάξη που, λαμβάνοντας υπόψη τα ίδια συμφέροντά της, καθορίζει το περιεχόμενο και τις ιεραρχήσεις της, κυριαρχούμενης από το κεφάλαιο, κοινωνικής πράξης (Bihr A., 1989: 88-89). Η θέση της βασίζεται στην ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής και στην υπαγωγή των κοινωνικών δυνάμεων στην εξουσία της. Σε επίπεδο υψηλής αφαίρεσης τα μέλη της προσδιορίζονται ως εκμεταλλευτές / κάτοχοι / μη παραγωγοί / αποσπώντες υπερεργασία / οργανωτές των μηχανισμών κυριαρχίας (Johnson T., 1977: 203).
Σε πλήρη αντιδιαστολή με την αστική τάξη η εργατική τάξη είναι αποστερημένη από την κατοχή των μέσων παραγωγής και εκτελεί όλες εκείνες τις πρακτικές που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και στην ενδυνάμωση της κοινωνικής του εξουσίας. Δεν κατέχει ούτε τον έλεγχο ούτε μπορεί να επηρεάσει το περιεχόμενο της εργασίας της. Ασκεί, απλά, ένα εκτελεστικό ρόλο στο εσωτερικό του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας (Bihr A., 1989: 90). Με ένα πιο αφαιρετικό τρόπο θα μπορούσαμε να ορίσουμε την εργατική τάξη ως αποτελούμενη από εκμεταλλευόμενους / μη κατόχους / παραγωγούς / μισθωτούς / υφιστάμενους τους καταναγκασμούς που επιβάλουν οι μηχανισμοί κυριαρχίας (Johnson T., 1977: 202- 203).
Μεταξύ των δύο θεμελιακών τάξεων υπάρχει επίσης μια τρίτη ενδιάμεση τάξη: η μικροαστική τάξη. Η τάξη αυτή περιλαμβάνει όλους εκείνους που λόγω της θέσης τους στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας διαθέτουν εισόδημα μεγαλύτερο της αξίας της εργατικής τους δύναμης (Baudelot C., Establet R., Malemort J., 1973: 224). Πρόκειται για μια τάξη που, την ίδια στιγμή, είναι ηγεμονευόμενη από την αστική τάξη και ηγεμονική απέναντι στο προλεταριάτο (Bihr A., 1989: 89). Με αυτή την έννοια θεωρούμε πως ο σωστός χαρακτηρισμός για την μικροαστική τάξη είναι πως πρόκειται για τάξη ενδιάμεση, τάξη υπαγόμενη στις δύο θεμελιώδεις (Resnick S., Wolff R., 1986: 102) και όχι για την μεσαία τάξη. Όσο και αν φαίνεται πως οι όροι αυτοί είναι ταυτόσημοι, στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Με τον όρο «μεσαία» τάξη, μεσαία στρώματα κλπ., εννοείται πως υπάρχει ένα νοητό κοινωνικό συνεχές στην κοινωνική διαστρωμάτωση, μία διαβαθμισμένη πυραμίδα όπου στη βάση τοποθετείται η εργατική τάξη, στη μέση τα λεγόμενα μεσαία στρώματα και στην κορυφή η άρχουσα τάξη. Αντίθετα ο όρος ενδιάμεσος σηματοδοτεί την ύπαρξη μιας ενδιάμεσης κοινωνικής τάξης η οποία στο οικονομικό επίπεδο δεν είναι εκμεταλλευόμενη αλλά λειτουργεί υποστηρικτικά στις δομές οικονομικής εκμετάλλευσης, στο ιδεολογικό επίπεδο συμβάλει αποφασιστικά στην αναπαραγωγή των φετιχιστικών αναπαραστάσεων που έχουν τα κυριαρχούμενα στρώματα για τις συνθήκες κυριαρχίας τους, και στο πολιτικό επίπεδο διακρίνεται από μία αμφιθυμία στο με ποια από τις δύο θεμελιώδεις τάξεις θα συμμαχήσει.
Η μικροαστική τάξη είναι χωρισμένη σε δύο μερίδες: στη νέα μικροαστική τάξη και στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη. Και οι δύο αυτές μερίδες ανήκουν στην ίδια τάξη, γιατί η κοινωνική τους πρακτική χαρακτηρίζεται, αφενός, από την αδυναμία άρθρωσης αυτόνομης πολιτικής δράσης, αντίθετα με την εργατική ή την αστική τάξη - γεγονός που επιφέρει την πρόσδεσή της πότε στη μια και πότε στην άλλη τάξη - αφετέρου, λόγω της κοινής οικονομικής τους βάσης. Κοινή οικονομική βάση που στηρίζεται είτε στην απόσπαση υπεραξίας (παραδοσιακή μικροαστική τάξη), είτε στην πληρωμή από τον όγκο της υπεραξίας (στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης που εργάζονται στο δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα), είτε στην αμοιβή τους που βρίσκεται πάνω από το επίπεδο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (στελέχη της κρατικής γραφειοκρατίας, ελεύθεροι επαγγελματίες) και έχει ως κοινή συνισταμένη το γεγονός πως τα μέλη αυτής της τάξης δεν υφίστανται εκμετάλλευση και ότι πληρώνονται για το σύνολο του χρόνου της εργασίας τους.
Δύο ειδικές περιπτώσεις
Το ζήτημα των αγροτών
Σε ό,τι αφορά το θέμα των αγροτικών στρωμάτων η θέση που υποστηρίζεται είναι πως το καπιταλιστικό σύστημα με μία σειρά από άμεσους και έμμεσους τρόπους έχει καταφέρει να ενσωματώσει τα αγροτικά στρώματα και να τα μεταβάλει σε εργάτες γης. Όπως σωστά υποστηρίζει ο Κ. Βεργόπουλος, η ανάπτυξη του καπιταλισμού οδήγησε στην ενσωμάτωση της γεωργίας στον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η «μικρή αγροτική παραγωγή (να) αποτελεί όχι ένα προκαπιταλιστικό υπόλειμμα, αλλά μία μορφή αναπαραγόμενη από το σύγχρονο καπιταλισμό και ενσωματούμενη σ’ αυτόν» (Βεργόπουλος K., 1975: 207).
Το παραπάνω επιτυγχάνεται μέσω της υιοθέτησης από το καπιταλιστικό σύστημα πληθώρας εξειδικευμένων μέτρων: 1) πολιτικές μείωσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων και αύξησης των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων, 2) μορφές υψηλής φορολογίας που επιβαρύνουν ιδιαίτερα τους αγρότες παραγωγούς, 3) πληθωριστικές πολιτικές οι οποίες, ως μορφές αναγκαστικής αποταμίευσης, επιφέρουν την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των πιο πλουσίων (Vergopoulos K., 1974: 172 κε) , 4) συμφωνίες μεταξύ ολιγοπωλιακού κεφαλαίου και οικογενειακών εκμεταλλεύσεων για παραγωγή μίας καθορισμένης ποσότητας, («με το κομμάτι»), για τις μεγάλες επιχειρήσεις τροφίμων και κτηνοτροφικών προϊόντων.
Το αποτέλεσμα είναι πως μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο παραγωγής, οι μικροί καλλιεργητές, εργαζόμενοι όλο και πιο εντατικά, καταλήγουν να απολέσουν την ουσιαστική κυριότητα των μέσων παραγωγής, ενώ οι αποφάσεις σχετικά με τους ρυθμούς και τα προϊόντα της παραγωγής περνούν όλο και περισσότερο στην εξουσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα ο μεν αγρότης δεν κατορθώνει παρά να εξασφαλίσει τα μέσα για την αναπαραγωγή του (George P., 1964: 9-11), ενώ το κεφάλαιο πετυχαίνει να καρπωθεί όλο το πλεόνασμα που δημιουργείται στην αγροτική παραγωγή (Vergopoulos K., 1974: 267).
Αυτή η διαδικασία απόσπασης πλεονάσματος από τους άμεσους παραγωγούς έχει τις επιπτώσεις της, όσον αφορά την κοινωνική ένταξη των αγροτικών μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων. Τα στρώματα αυτά αποτελούν μια οιονεί μερίδα της εργατικής τάξης. Στην ουσία δε διαφέρουν από τους υπόλοιπους εργάτες, αφού έχουν ξεπέσει στο επίπεδο του χειρώνακτα προλετάριου (Amin S., 1974: 46).
Κατ’ αυτό τον τρόπο οι μικροϊδιοκτήτες γης που δε χρησιμοποιούν μισθωτούς αγρεργάτες, οι οποίοι αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων αγροτών, ανήκουν σε ένα ξεχωριστό κοινωνικό στρώμα που ονομάζεται οιονεί εργατική τάξη. Αντίστοιχα οι ιδιοκτήτες γης που χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία αλλά δεν πραγματοποιούν διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου ανήκουν στην οιονεί μικροαστική τάξη και όσοι προβαίνουν σε διευρυμένη αναπαραγωγή στην οιονεί αστική τάξη.
Οι Δημόσιοι υπάλληλοι
Το σώμα των δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο ενοποιείται κατά βάση λόγω του θεσμού της μονιμότητας είναι ένα διαταξικό σώμα όπου η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων εντάσσεται στην εργατική τάξη. Αυτό συμβαίνει γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων στη μεταποίηση, ενέργεια-ύδρευση, επικοινωνίες, μεταφορές και τράπεζες είναι εκμεταλλευόμενοι (Meiksins R., 1986: 17), επειδή ανταλλάσσουν την εργατική τους δύναμη με κεφάλαιο αμειβόμενοι λιγότερο απ’ όσο εργάστηκαν.
Ταυτόχρονα οι εργαζόμενοι σε εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, όπου η εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν, καθώς και το διοικητικό προσωπικό των διαφόρων δημοσίων οργανισμών και υπουργείων (Μαγκλιβέρας 1987: 103) ανήκουν - εκτός από τα ανώτερα και τα μεσαία στελέχη των υπουργείων, τους στρατιωτικούς, τους καθηγητές πανεπιστημίου, καθώς και τα εργαζόμενα στο Δημόσιο μέλη της νέας μικροαστικής τάξης (μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί) - στην εργατική τάξη για τους ακόλουθους λόγους:
α) δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής,
β) τους αποσπάται υπερεργασία,
γ) επιτελούν τη λειτουργία συλλογικού εργάτη (Carchedi G., 1977: 134) και
δ) αμείβονται με μισθό που καθορίζεται από την κρατική εισοδηματική πολιτική (Λύτρας Α., 1993: 98), είναι ίσος με την αξία της εργατικής τους δύναμης γιατί βρίσκεται σε άμεση συσχέτιση με τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα (Bouvier-Ajam M., Mury G., 1963: 73) που τείνουν να μην ξεπερνούν το ύψος της αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης.
Από εκεί και πέρα χρησιμοποιώντας τα κριτήρια που αναφέραμε στις προηγούμενες παραγράφους τα μεσαία στελέχη των υπουργείων και των δημοσίων επιχειρήσεων, οι πανεπιστημιακοί, οι στρατιωτικοί - εκτός από τους ανώτατους αξιωματικούς - ανήκουν στη μικροαστική τάξη, ενώ οι κορυφές της διοίκησης (πολιτικής, στρατιωτικής, πανεπιστημιακής) και των κρατικών εταιρειών ανήκουν στην αστική τάξη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου