Ας υποθέσουμε τώρα ότι η παραγωγή του μέσου ποσού των καθημερινών μέσων συντήρησης που χρειάζεται ένας εργαζόμενος απαιτεί 6 ώρες μέσης εργασίας. Ας υποθέσουμε ακόμα ότι οι 6 ώρες μέσης εργασίας είναι αντικειμενοποιημένες μέσα σ’ ένα ποσό χρυσού που ισοδυναμεί με τρία σελίνια. Στην περίπτωση αυτή, τα 3 σελίνια θα ήταν η τιμή ή η χρηματική έκφραση της ημερήσιας αξίας της εργατικής δύναμης αυτού του ανθρώπου. Αν δούλευε κάθε μέρα 6 ώρες, τότε θα δημιουργούσε κάθε μέρα μια αξία, που είναι αρκετή για να αγοράζει το μέσο ποσό των καθημερινών μέσων συντήρησής του ή για να διατηρείται ο ίδιος σαν εργαζόμενος στη ζωή.
Μα ο άνθρωπος του παραδείγματος μας είναι μισθωτός εργάτης. Είναι γι’ αυτό υποχρεωμένος να πουλά την εργατική του δύναμη σ’ ένα κεφαλαιοκράτη. Αν την πουλά προς 3 σελίνια τη μέρα ή προς 18 σελίνια τη βδομάδα, τότε την πουλά στην αξία της. Ας υποθέσουμε ότι είναι νηματουργός. Όταν δουλεύει 6 ώρες τη μέρα, τότε θα προσθέτει κάθε μέρα στο βαμβάκι μια αξία 3 σελινιών. Η αξία αυτή που την προσθέτει καθημερινά στο βαμβάκι, θα ήταν ακριβώς το ισοδύναμο για το μισθό της εργασίας ή την τιμή της εργατικής του δύναμης που παίρνει καθημερινά. Μα στην περίπτωση αυτή δε θα έμενε στον κεφαλαιοκράτη κανενός είδους υπεραξία ή υπερπροϊόν. Εδώ λοιπόν φτάσαμε στο βασικό σημείο.
Με την αγορά της εργατικής δύναμης του εργάτη και με την πληρωμή της αξίας της ο κεφαλαιοκράτης, όπως και κάθε άλλος αγοραστής, αποκτά το δικαίωμα να καταναλώνει ή να χρησιμοποιεί το αγορασμένο εμπόρευμα. Καταναλώνει ή χρησιμοποιεί κανείς την εργατική δύναμη ενός ανθρώπου βάζοντάς τον να δουλεύει, όπως καταναλώνει ή χρησιμοποιεί μια μηχανή, βάζοντάς την σε λειτουργία. Γι’ αυτό, με την πληρωμή της ημερήσιας ή της βδομαδιάτικης αξίας της εργατικής δύναμης του εργάτη, ο κεφαλαιοκράτης αποκτά το δικαίωμα να χρησιμοποιεί ή να βάζει αυτή την εργατική δύναμη να δουλεύει σ’ όλο το διάστημα της ημέρας ή της βδομάδας. Η εργάσιμη μέρα ή η εργάσιμη βδομάδα έχει φυσικά ορισμένα όρια, αλλά αυτά θα τα εξετάσουμε αργότερα πιο λεπτομερειακά.
Για την ώρα θα ήθελα να στρέψω την προσοχή σας σ’ ένα αποφασιστικό σημείο.
Η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το ποσό της εργασίας που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της, μα η χρήση αυτής της εργατικής δύναμης περιορίζεται μονάχα από την ενεργό δραστηριότητα και από τη σωματική δύναμη του εργάτη. Η ημερήσια ή η βδομαδιάτικη αξία της εργατικής δύναμης είναι πέρα για πέρα διαφορετική από την καθημερινή ή τη βδομαδιάτικη λειτουργία αυτής της δύναμης, ακριβώς όπως η νομή που χρειάζεται ένα άλογο είναι ολότελα διαφορετική από το χρόνο που μπορεί να κουβαλά τον καβαλάρη. Το ποσό της εργασίας στο οποίο περιορίζεται η αξία της εργατικής δύναμης του εργάτη, δεν αποτελεί με κανένα τρόπο ένα όριο το ποσό της εργασίας που μπορεί να δημιουργήσει η εργατική του δύναμη. Ας πάρουμε το παράδειγμα του νηματουργού. Είδαμε ότι για να αναπαράγει καθημερινά την εργατική του δύναμη, πρέπει να αναπαράγει καθημερινά μια αξία 3 σελινιών, πράγμα που το κάνει εργαζόμενος 6 ώρες τη μέρα. Αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να μπορεί να δουλεύει 10 ή 12 ή περισσότερες ώρες τη μέρα. Με την πληρωμή όμως της καθημερινής ή της βδομαδιάτικης αξίας της εργατικής δύναμης του νηματουργού, ο κεφαλαιοκράτης αποκτά το δικαίωμα να χρησιμοποιεί αυτή την εργατική δύναμη σ’ όλο το διάστημα της μέρας ή της βδομάδας. Θα τον αναγκάσει λοιπόν να δουλεύει τη μέρα, ας πούμε, 12 ώρες. Έτσι ο νηματουργός θα είναι υποχρεωμένος να δουλέψει άλλες 6 ώρες, πέρα και πάνω από τις 6 ώρες που χρειάζονται για την αναπλήρωση του μισθού της εργασίας του, ή της αξίας της εργατικής του δύναμης, και που θα τις ονομάσω ώρες υπερεργασίας. Η υπερεργασία αυτή θα αντικειμενοποιηθεί σε μια υπεραξία και σε ένα υπερπροϊόν. Αν ο νηματουργός μας, λ.χ., με την καθημερινή εξάωρη εργασία του, προσθέτει στο βαμβάκι μια αξία 3 σελινιών, μια αξία που αποτελεί ακριβώς ένα ισοδύναμο για το μισθό της εργασίας του, τότε, μέσα σε 12 ώρες θα προσθέσει στο βαμβάκι μια αξία 6 σελινιών και θα παράγει ένα αντίστοιχο πλεόνασμα σε νήμα. Επειδή πούλησε την εργατική του δύναμη στον κεφαλαιοκράτη, όλη η αξία που δημιουργήθηκε απ’ αυτόν ή όλο του το προϊόν, ανήκει στον κεφαλαιοκράτη, στον προσωρινό ιδιοκτήτη της εργατικής του δύναμης. Ο κεφαλαιοκράτης, πληρώνοντας 3 σελίνια, θα πραγματοποιήσει λοιπόν μια αξία 6 σελινιών, γιατί πληρώνοντας μια αξία που μέσα της είναι αποκρυσταλλωμένες 6 ώρες εργασίας, θα πάρει σ’ αντάλλαγμα μια αξία, όπου είναι αποκρυσταλλωμένες 12 ώρες εργασίας. Με την καθημερινή επανάληψη της ίδιας διαδικασίας ο κεφαλαιοκράτης θα καταβάλλει καθημερινά 3 σελίνια και θα τσεπώνει καθημερινά 6 σελίνια, απ’ τα οποία τα μισά θα πηγαίνουν ξανά για την πληρωμή του μισθού της εργασίας και τα άλλα μισά θ’ αποτελούν την υπεραξία για την οποία ο κεφαλαιοκράτης δεν πληρώνει κανένα ισοδύναμο. Σ’ αυτό το είδος της ανταλλαγής ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία θεμελιώνεται ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος της παραγωγής ή το μισθωτό σύστημα και που υποχρεωτικά πρέπει να καταλήγει πάντα στην αναπαραγωγή του εργάτη σαν εργάτη και του κεφαλαιοκράτη σαν κεφαλαιοκράτη.
Όταν όλοι οι άλλοι όροι παραμένουν οι ίδιοι, το ποσοστό της υπεραξίας θα εξαρτιέται από την αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στο κομμάτι της εργάσιμης μέρας που είναι αναγκαίο για την αναπαραγωγή της αξίας της εργατικής δύναμης και στον παραπανίσιο χρόνο ή υπερεργασία που γίνεται για τον κεφαλαιοκράτη. Θα εξαρτιέται επομένως από την αναλογία που θα παρατείνεται η εργάσιμη μέρα, πέρα και πάνω από το χρονικό αυτό διάστημα, στο οποίο ο εργάτης θα αναπαρήγε με τη δουλειά του μονάχα την αξία της εργατικής του δύναμης ή θα αναπλήρωνε το μισθό εργασίας.
------------------------------------
Καρλ Μαρξ, Μισθός, Τιμή και Κέρδος, κεφ. 8ο, σελ. 48 – 50, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή 2003
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου