16 Νοε 2010

Η ΓΕΝΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΚΕΡΔΗ, ΣΤΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΤΙΜΕΣ

Όταν από την αξία ενός εμπορεύματος αφαιρέσουμε την αξία που αναπληρώνει την αξία των πρώτων υλών και των άλλων μέσων παραγωγής που καταναλώθηκαν σ’ αυτό, δηλαδή την αξία της προηγούμενης εργασίας που περιέχεται μέσα σ’ αυτό, τότε το υπόλοιπο της αξίας του αναλύεται στο ποσό της εργασίας που πρόσθεσε ο εργάτης που απασχολήθηκε τελευταία. Αν ο εργάτης αυτός δουλεύει 12 ώρες την ημέρα, αν 12 ώρες μέσης εργασίας είναι αποκρυσταλλωμένες μέσα σ’ ένα ποσό χρυσού που είναι ίσο με 6 σελίνια, τότε αυτή η πρόσθετη αξία των 6 σελινιών θα είναι η μόνη αξία που θα έχει δημιουργήσει η εργασία του. Αυτή η δοσμένη αξία που καθορίζεται από το χρόνο της εργασίας του αποτελεί το μοναδικό ποσό, από το οποίο και οι δυο τους, ο εργάτης και ο κεφαλαιοκράτης μπορούν να πάρουν το αντίστοιχο μερτικό τους ή το μέρισμά τους, τη μοναδική αξία, που μπορεί να κατανεμηθεί σε μισθό της εργασίας και σε κέρδος. Είναι φανερό ότι αυτή η ίδια η αξία δεν μπορεί να αλλάζει σύμφωνα με τις μεταβολές στην αναλογία που μπορεί να μοιράζεται ανάμεσα στα δυο μέρη. Δε θα άλλαζε στο ζήτημα αυτό τίποτα κι αν ακόμα στη θέση του ενός εργάτη βάλεις ολόκληρο τον εργατικό πληθυσμό, τα 12 εκατομμύρια ημέρες εργασίας, λ.χ., αντί τη μια.

Επειδή ο κεφαλαιοκράτης και ο εργάτης έχουν να μοιραστούν μεταξύ τους μόνο αυτή την περιορισμένη αξία, δηλαδή την αξία που μετριέται με τη συνολική εργασία του εργάτη, τότε ο ένας απ’ αυτούς θα παίρνει τόσο περισσότερα όσα λιγότερα θα πέφτουν στον άλλο, και αντίστροφα. Όταν ένα ποσό είναι δοσμένο, τότε το ένα μέρος απ’ αυτό θα αυξάνει στο βαθμό που αντίστροφα θα ελαττώνεται το άλλο. Αν αλλάζει ο μισθός της εργασίας, τότε το κέρδος θα αλλάζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αν ο μισθός της εργασίας πέφτει, τότε θ’ ανεβαίνει το κέρδος.

Αν, σύμφωνα με την προηγούμενη υπόθεσή μας, ο εργάτης παίρνει 3 σελίνια, που είναι ίσα με το μισό της αξίας που δημιούργησε, ή αν όλη του η εργάσιμη μέρα αποτελείται η μισή από πληρωμένη και η μισή από απλήρωτη εργασία, τότε το ποσοστό τον κέρδους θα είναι 100 τα εκατό, γιατί κι ο κεφαλαιοκράτης θα έπαιρνε επίσης 3 σελίνια. Αν ο εργάτης παίρνει μονάχα 2 σελίνια, ή αν εργάζεται μονάχα το ένα τρίτο της εργάσιμης ημέρας για τον εαυτό του, τότε ο κεφαλαιοκράτης θα πάρει 4 σελίνια, και το ποσοστό του κέρδους θα είναι 200 τα εκατό. Αν ο εργάτης παίρνει 4 σελίνια, τότε ο κεφαλαιοκράτης θα πάρει μονάχα 2, και το ποσοστό του κέρδους θα έπεφτε στα 50 τα εκατό, μα όλες αυτές οι αλλαγές δε θα έθιγαν την αξία του εμπορεύματος. Μια γενική αύξηση των μισθών θα κατέληγε επομένως σε μια πτώση του γενικού ποσοστού του κέρδους, χωρίς όμως να επηρεάσει καθόλου τις αξίες.

Παρά το γεγονός όμως ότι οι αξίες των εμπορευμάτων, που σε τελευταία ανάλυση πρέπει να ρυθμίζουν τις τιμές της αγοράς τους, καθορίζονται αποκλειστικά από τα συνολικά ποσά της εργασίας που ενσωματώνεται μέσα σ’ αυτά και όχι από το χωρισμό αυτού του ποσού σε πληρωμένη και απλήρωτη δουλειά, ωστόσο δεν προκύπτει καθόλου απ’ αυτό ότι θα παραμείνουν σταθερές οι αξίες των ξεχωριστών εμπορευμάτων ή ποσοτήτων από εμπορεύματα, που έχουν παραχθεί, λ.χ., μέσα σε 12 ώρες. Ο αριθμός ή η μάζα των εμπορευμάτων που έχουν παραχθεί μέσα σε ένα δοσμένο χρόνο εργασίας ή με μια δοσμένη ποσότητα εργασίας εξαρτιέται από την παραγωγική δύναμη της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε και όχι από τη διάρκεια ή το μάκρος της. Με ένα ορισμένο βαθμό της παραγωγικής δύναμης της εργασίας του νηματουργού μπορεί, λ.χ., μια μέρα εργασίας 12 ωρών να παράγει 12 λίβρες κλωστή, με ένα όμως μικρότερο βαθμό παραγωγικής δύναμης μονάχα 2 λίβρες. Αν λοιπόν η δωδεκάωρη μέση εργασία ήταν αντικειμενοποιημένη στην αξία των 6 σελινιών, τότε, στη μια περίπτωση, οι 12 λίβρες κλωστή θα στοίχιζαν 6 σελίνια και στην άλλη περίπτωση οι 2 λίβρες κλωστή θα στοίχιζαν επίσης 6 σελίνια. Η μια λίβρα κλωστή θα στοίχιζε επομένως, στη μια περίπτωση 6 πένες και στην άλλη 3 σελίνια. Αυτή η διαφορά στην τιμή θα προερχόταν από τη διαφορά που υπάρχει στις παραγωγικές δυνάμεις εργασίας που χρησιμοποιήθηκαν. Με τη μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη, μέσα σε 1 λίβρα κλωστή θα αντικειμενοποιούνταν μια ώρα εργασίας, ενώ με τη μικρότερη θα αντικειμενοποιούνταν 6 ώρες εργασίας. Η τιμή μιας λίβρας κλωστής θα ήταν στη μια περίπτωση 6 πένες, παρά το γεγονός ότι ο μισθός της εργασίας θα ήταν σχετικά υψηλός και το ποσοστό του κέρδους χαμηλό. Θα ήταν στην άλλη περίπτωση 3 σελίνια, παρά το γεγονός ότι ο μισθός της εργασίας θα ήταν χαμηλός και το ποσοστό του κέρδους υψηλό. Αυτό θα γινόταν γιατί η τιμή της μιας λίβρας κλωστής ρυθμίζεται από το συνολικό ποσό της εργασίας που έχει καταναλωθεί μέσα σ’ αυτή και όχι από τον αναλογικό χωρισμό αυτού του συνολικού ποσού σε πληρωμένη και απλήρωτη δουλειά. Το γεγονός επομένως που ανάφερα πριν, ότι η καλά πληρωνόμενη εργασία μπορεί να παράγει φτηνά και η χαμηλά πληρωνόμενη εργασία ακριβά εμπορεύματα, χάνει την παράδοξη όψη του. Είναι μονάχα η έκφραση του γενικού νόμου ότι η αξία ενός εμπορεύματος ρυθμίζεται από το ποσό της εργασίας που έχει καταναλωθεί μέσα σ’ αυτό και ότι το ποσό της εργασίας που έχει καταναλωθεί μέσα σ’ αυτό εξαρτιέται πέρα για πέρα από τις παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας που χρησιμοποιήθηκαν και γι’ αυτό θ’ αλλάξει με κάθε αλλαγή που θα σημειώνεται στην παραγωγικότητα της εργασίας.

------------------------------------

Καρλ Μαρξ, Μισθός, Τιμή και Κέρδος, κεφ. 12ο, σελ. 58 – 60, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή 2003

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου