Το έργο του οποίου αποσπάσματα παρουσιάζουμε, είναι ένα απ’ τα μεγαλύτερα πνευματικά έργα της ανθρωπότητας. Πρόκειται για την «Καταγωγή του Χριστιανισμού» του γνωστού Γερμανού διανοούμενου Καρλ Κάουτσκυ, που το έγραψε το 1908. Την εποχή εκείνη, ο Κάουτσκυ ήταν γνωστός ως ο «πάπας του μαρξισμού». Εθεωρείτο και ήταν από τους μεγαλύτερους επαναστάτες διανοούμενους σ’ όλον τον κόσμο. Στο βιβλίο αυτό ο Κάουτσκυ δείχνει πώς ο Χριστιανισμός ξεπήδησε μέσα από το ανυπότακτο εβραϊκό προλεταριάτο της εποχής, σαν ένα κίνημα με έντονα κομμουνιστικά χαρακτηριστικά. (Πολιτικό Καφενείο)
Ο Ιησούς Χριστός και το Εβραϊκό Προλεταριάτο της εποχής του
«Μη νομίσητε ότι ήλθον να βάλω ειρήνην επί την γην, δεν ήλθον να βάλω ειρήνην, αλλά μάχαιραν»
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 10, στιχ. 34
ΠΡΩΤΟ: Δεν υπήρχε μεγάλη πόλη την εποχή του Χριστού, που να μην είχε ένα πολυάριθμο εξαθλιωμένο προλεταριάτο. Ύστερα από τη Ρώμη, ερχόταν η Ιερουσαλήμ, που σχετικά, είχε τον μεγαλύτερο αριθμό τέτοιων προλετάριων. Κι αυτό, γιατί οι δυο αυτές πόλεις, ήταν οι μεγαλύτερες σ’ όλη την Αυτοκρατορία. Όπως είδαμε, οι χειροτέχνες βρίσκονταν πολύ κοντά στο προλεταριάτο αυτό. Και κατά κανόνα, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά άνθρωποι που δούλευαν στα σπίτια τους, που και σήμερα θεωρούνται σαν προλετάριοι. Συχνά, η υπόθεσή τους ήταν κοινή με την υπόθεση των ζητιάνων και των χαμάληδων.
Κι όπου τύχαινε να συγκεντρώνονται σε μεγάλο αριθμό παρόμοια, χωρίς περιουσία, στρώματα λαού, εκεί και γίνονταν ιδιαίτερα μαχητικά. Δεν είχαν τίποτε να κερδίσουν, με το να είναι υπομονετικοί. Η συναίσθηση, ότι αυτοί ήταν οι πολλοί, τους έκανε θαρραλέους. Εκτός απ’ αυτό, ήταν δύσκολο για το στρατό να υπολογίζει στην υπεροχή του, μέσα στους στενούς και πολυδαίδαλους δρόμους της εποχής εκείνης. Οι προλετάριοι των πόλεων, δεν άξιζαν και τόσο από στρατιωτική άποψη, όταν επρόκειτο να πάρουν μέρος σε μια ανοιχτή μάχη, αλλά ήταν άριστοι για τις οδομαχίες. Κι αυτό, φάνηκε στα γεγονότα της Αλεξάνδρειας και της Ιερουσαλήμ.
Στην Ιερουσαλήμ, το προλεταριάτο αυτό, είχε τέτοια ορμητικότητα για μάχη, που δεν την είχαν οι νοικοκυραίοι και οι διανοούμενοι, που συγκροτούσαν τον στρατό των Φαρισαίων. Σε ομαλούς καιρούς, είναι αλήθεια, ότι οι προλετάριοι άφηναν τους εαυτούς τους να καθοδηγούνται από τους Φαρισαίους. Με την αντίθεση όμως, ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και τη Ρώμη, που όλο κι εντεινόταν περισσότερο και η αποφασιστική στιγμή πλησίαζε, όλο και πιο πολύ οι Φαρισαίοι πρόσεχαν και ακόμα φοβούνταν το προωθούμενο προλεταριάτο, στην εντεινόμενη σύγκρουσή τους.
Το τελευταίο, είχε και την σημαντική υποστήριξη του πληθυσμού της Γαλιλαίας, όπου οι χωρικοί με τα μικρονοικοκυριά τους και τα λίγα κοπάδια τους, είχαν ξεζουμιστεί από τους φόρους και την τοκογλυφία και είχαν είτε ξεπουληθεί σαν δούλοι, για τα χρέη τους, ή απαλλοτριωθεί, όπως αυτό συνέβαινε σ’ ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς, θα πρέπει να είχαν έρθει στην Ιερουσαλήμ, αυξάνοντας έτσι το προλεταριάτο της πόλης. Όμως, οι πιο δραστήριοι από τους απελπισμένους και απαλλοτριωμένους αγρότες, θα έπρεπε να είχαν τραβήξει τον δρόμο της εξέγερσης και της ανταρσίας, όπως αυτό συνέβαινε και σ’ άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας. Οι κοντινές αποστάσεις, ανάμεσα στις ερήμους, που βοηθούσαν στο να διατηρούνται οι συνήθειες των Βεδουίνων ζωντανές, διευκόλυναν τον αγώνα τους, προσφέροντάς τους πολλά κρησφύγετα, που μόνο ένας ντόπιος μπορούσε να τα γνωρίζει. Η Γαλιλαία, με την ανώμαλή της έκταση, που ήταν γεμάτη σπηλιές, προσφερόταν στη δράση των συμμοριών. Το έμβλημα, που κάτω απ’ αυτό πολεμούσαν οι συμμορίτες, ήταν ο ερχομός του Μεσσία. Λήσταρχοι ανακήρυσσαν τους εαυτούς τους Μεσσίες, ή τουλάχιστον προδρόμους του, και φανατικοί που νόμιζαν ότι ο προορισμός τους είναι να γίνουν προφήτες ή και Μεσσίες ακόμα γίνονταν λήσταρχοι.
Οι ληστές της Γαλιλαίας και οι προλετάριοι της Ιερουσαλήμ, βρίσκονταν σε στενή επαφή κι ο ένας υποστήριζε τον άλλο, μέχρι που τελικά συγκρότησαν από κοινού ένα κόμμα ενάντια στους Φαρισαίους, το κόμμα των Ζηλωτών. Η αντίθεση ανάμεσα στις δυο ομάδες μοιάζει σε πολλά σημεία με την αντίθεση που υπήρχε μεταξύ των Γιρονδίνων και των Ιακωβίνων.
Ο δεσμός ανάμεσα στους προλετάριους της Ιερουσαλήμ και τις ένοπλες δυνάμεις της Γαλιλαίας, έρχεται στο προσκήνιο τις μέρες του Χριστού.
Κατά την περίοδο της τελευταίας αρρώστιας του Ηρώδη (το 4 π.Χ.), ο λαός της Ιερουσαλήμ επαναστάτησε ενάντια στις καινοτομίες του. Και πάνω από όλα, η αγανάκτησή του κατευθύνθηκε ενάντια σ’ ένα χρυσό αετό, που είχε τοποθετήσει ο Ηρώδης πάνω στο Ναό. Η εξέγερση καταστάλθηκε ένοπλα. Μετά τον θάνατο όμως του Ηρώδη, ο λαός ξεσηκώθηκε άλλη μια φορά το Πάσχα. Και η εξέγερση αυτή, ήταν τόσο βίαιη, που τα στρατεύματα του Αρχέλαου – γιου του Ηρώδη – χρειάστηκε να χύσουν πολύ αίμα για να την καταπνίξουν. Τρεις χιλιάδες Εβραίοι σφάχτηκαν. Κι όμως, ούτε κι αυτό γονάτισε τη μαχητικότητα του λαού της Ιερουσαλήμ. Όταν ο Αρχέλαος έφυγε στην Ρώμη, για να αναγνωριστεί εκεί σαν βασιλιάς, ο λαός ξεσηκώθηκε και πάλι. Τώρα πια, επενέβησαν οι Ρωμαίοι. Την εποχή εκείνη, κυβερνήτης της Συρίας ήταν ο Βάρος, αυτός που αργότερα σκοτώθηκε σε μάχη ενάντια στους Τσερούσκους της Γερμανίας. Έτρεξε στην Ιερουσαλήμ, κατέπνιξε την επανάσταση και μετά γύρισε στην Αντιόχεια, αφήνοντας στην Ιερουσαλήμ μια λεγεώνα κάτω από τις διαταγές του έπαρχου Σαβίνου. Ο Σαβίνος ήταν τόσο σίγουρος για την στρατιωτική του δύναμη, ώστε στρίμωξε τους Εβραίους στον τοίχο λεηλατώντας τους και ληστεύοντάς τους κατά βούληση.
Κατά την Πεντηκοστή, στην Ιερουσαλήμ, συγκεντρώθηκε πολύς λαός, και ιδιαίτερα Γαλιλαίοι. Ήταν αρκετά δυνατοί, για να κυκλώσουν την Ρωμαϊκή λεγεώνα, μαζί με τους μισθοφόρους που είχε επιστρατεύσει ο Ηρώδης και που άφησε κληρονομιά στο γιο του. Μάταια οι Ρωμαίοι έκαναν εξορμήσεις, όπου σκότωναν πολλούς Εβραίους. Οι πολιορκητές δεν αδυνάτιζαν. Πέτυχαν μάλιστα να κερδίσουν μέρος των στρατευμάτων του Ηρώδη με το μέρος τους.
Ταυτόχρονα, η επανάσταση ξαπλωνόταν σ’ όλη τη χώρα. Οι συμμορίτες της Γαλιλαίας ενισχύθηκαν με ισχυρά τμήματα επιστρατευμένων και συγκρότησαν ολόκληρες στρατιές. Οι αρχηγοί τους αυτοχρίζονταν Βασιλείς των Ιουδαίων, δηλαδή Μεσσίες. Ιδιαίτερα, διακρίθηκε ανάμεσά τους ο Ιούδας, που ο πατέρας του Ιεζεκίας ήταν φημισμένος ληστής και σαν τέτοιος εκτελέστηκε (το 47 π.Χ.). Στην Περσία, ο Σίμων, ένας πρώην σκλάβος του Ηρώδη, συγκρότησε μια συμμορία. Ένα τρίτο συγκρότημα διοικούνταν από τον βοσκό Αθρόνγκη.
Οι Ρωμαίοι κατέπνιξαν την επανάσταση, με μεγάλη δυσκολία κι αφού ήρθε σε βοήθεια της πολιορκημένης στην Ιερουσαλήμ λεγεώνας, ο Βάρος, με δύο λεγεώνες και πολλές εφεδρικές δυνάμεις. Επακολούθησε μια ανείπωτη σφαγή και λεηλασία. Δύο χιλιάδες αιχμάλωτοι σταυρώθηκαν και πολλοί άλλοι πουλήθηκαν σκλάβοι. Όλα αυτά γίνονταν την εποχή που τοποθετείται η γέννηση του Χριστού.
Επακολούθησε ησυχία για μερικά χρόνια, όχι όμως και για πολύ. Το 6 μ.Χ. η Ιουδαία υποτάχθηκε άμεσα στους Ρωμαίους. Το πρώτο μέτρο που πήραν οι Ρωμαίοι, ήταν να κάνουν μια απογραφή για φορολογικούς σκοπούς. Επακολούθησε μια νέα προσπάθεια εξέγερσης, από τον Ιούδα τον Γαυλωνίτη, τον ίδιο που είχε γίνει τόσο γνωστός με την εξέγερση πριν δέκα χρόνια. Συμμάχησε με τον Φαρισαίο Σαδδούκο, που επρόκειτο να ξεσηκώσει τον λαό της Ιερουσαλήμ. Η προσπάθεια απέτυχε, αλλά οδήγησε στην διάσπαση ανάμεσα στις μάζες του απλού λαού και τους επαναστάτες Γαλιλαίους από την μια και τους Φαρισαίους από την άλλη. Ήταν μαζί στην εξέγερση του 4 π.Χ. Οι Φαρισαίοι είχαν πια βαρεθεί και σαν αντιπολίτευση σ’ αυτούς εμφανιζόταν τώρα το κόμμα των Ζηλωτών. Από την εποχή αυτή, μέχρι και την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, οι φωτιές της εξέγερσης δεν είχαν σβήσει ούτε στην Γαλιλαία, ούτε στην Ιουδαία.
ΔΕΥΤΕΡΟ: Τελικά, η κατάσταση αυτή οδήγησε στην γενική μεγάλη εξέγερση, την εποχή του Φλώρου, όταν ο λαός ξεσηκώθηκε μ’ όλη του τη δύναμη, ενάντια στους βασανιστές του. Κι όταν ο Φλώρος αποπειράθηκε να ληστέψει το Ναό τον Μάη του ’66, τότε πια εξαγριώθηκε ολόκληρη η Ιερουσαλήμ, ή μάλλον τα κατώτερα στρώματα της Ιερουσαλήμ. Η πλειοψηφία από όσους είχαν περιουσία, τόσο οι Φαρισαίοι, όσο και οι Σαδδουκαίοι, φοβήθηκαν την εξέγερση κι επιθυμούσαν την ειρήνη. Μαζί με την εξέγερση κατά των Ρωμαίων άρχισε και ο εμφύλιος πόλεμος. Το πολεμικό κόμμα νίκησε. Το κόμμα της ειρήνης νικήθηκε στις οδομαχίες, αλλά η Ρωμαϊκή φρουρά της Ιερουσαλήμ, αναγκάστηκε να αποσυρθεί και κατά την υποχώρησή της να συντριβεί.
Το μαχητικό ηθικό των επαναστατών είχε ανέβει τόσο ψηλά, ώστε να μπορέσουν να διαλύσουν και μια φάλαγγα από 30.000 άνδρες, με επικεφαλής τον Σύριο άρχοντα Κέστιο Γάλλο, που ερχόταν προς βοήθεια.
Οι Εβραίοι και μέσα κι έξω από την Παλαιστίνη, ξεσηκώνονταν σε μια γενική εξέγερση. Η εξέγερση των Εβραίων στην Αλεξάνδρεια απαίτησε την αποστολή όλων των στρατιωτικών δυνάμεων των Ρωμαίων στην Αίγυπτο.
Φυσικά, δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα για τους Εβραίους με τις αδύνατες και κατ’ εξοχήν αστικές δυνάμεις τους, να νικήσουν τη Ρώμη. Θα μπορούσαν όμως, να αναγκάσουν τη Ρώμη να αφήσει ήσυχη την Ιουδαία, για κάπως περισσότερο χρόνο, αν οι επαναστάτες, έπειτα από τις πρώτες επιτυχίες τους, συνέχιζαν μ’ ένταση την επίθεσή τους. Οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν σύντομα, τους βοήθησαν. Τον δεύτερο κιόλας χρόνο του Εβραϊκού πολέμου, οι στρατιώτες, στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, επαναστάτησαν ενάντια στον Νέρωνα και οι μάχες ανάμεσα στις λεγεώνες συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατό του (9 Ιούνη 68 μ.Χ.). Ο αρχιστράτηγος του στρατού, που είχε αναλάβει την υποταγή της Ιουδαίας, έδωσε περισσότερη σημασία στα γεγονότα της Δύσης, όπου κινδύνευε ο θρόνος, παρά στον μικρό τοπικό πόλεμο.
Μια μικρή ευκαιρία, που είχαν οι επαναστάτες, τους ξέφυγε κι αυτή. Ήταν βέβαιο ότι οι κατώτερες τάξεις, που είχαν κηρύξει τον πόλεμο, νίκησαν το Εβραϊκό κόμμα της ειρήνης, οι πλούσιοι όμως και οι μορφωμένοι είχαν αρκετή επιρροή ακόμα για να πάρουν την καθοδήγηση του πολέμου ενάντια στους Ρωμαίους στα χέρια τους. Αυτό σήμαινε πως ο πόλεμος διεξαγόταν με μισή καρδιά κι όχι με τον σκοπό να σαρώσουν τον εχθρό, αλλά απλώς, να αντισταθούν σ’ αυτόν. Επιτέλους οι επαναστάτες είδαν πόσο χλιαροί στην καθοδήγηση του αγώνα ήταν οι αρχηγοί τους, κι έπειτα απ’ αυτό οι Ζηλωτές, κατάφεραν να πάρουν την ηγεσία στα χέρια τους.
Την ανεπιτυχή πορεία των γεγονότων, το φανατικό λαϊκό κόμμα την απέδιδε – κι όχι χωρίς λόγο – στην μέχρι τώρα έλλειψη δραστηριότητας στην διεξαγωγή του πολέμου. Οι άνθρωποι του λαού κατέβαλλαν όλες τις προσπάθειές τους, απωθώντας τους προηγούμενους ηγέτες τους. Και μια και οι τελευταίοι δεν παρέδιδαν τις θέσεις τους θεληματικά, άρχισε ένας φοβερά αιματηρός εμφύλιος πόλεμος στην Ιερουσαλήμ, τον χειμώνα του 67 με 68 μ.Χ., με σκηνές τρόμου, που δεν θα μπορούσε να τις συναντήσει κανείς πουθενά αλλού, εκτός ίσως από την πρώτη Γαλλική Επανάσταση.
Η σύγκριση με την Γαλλική Επανάσταση θα ξαφνιάσει κάθε παρατηρητή των γεγονότων αυτών. Πάντως, για την Γαλλία, η Τρομοκρατία, ήταν ένας τρόπος για να σωθεί η επανάσταση και να εξασφαλίσει μια νικηφόρα πορεία ενάντια στην Ευρώπη ολόκληρη. Για την Ιερουσαλήμ όμως, μια παρόμοια έκβαση ήταν αδύνατη, λόγω της ίδιας της φύσης των συνθηκών που υπήρχαν. Το κράτος του τρόμου των κατωτέρων τάξεων, ήταν κάτι που ήρθε πολύ αργά για ν’ ανακουφίσει κάπως το Εβραϊκό κράτος, που οι μέρες του κι έτσι ήταν μετρημένες. Μπορούσε μόνο να παρατείνει τον πόλεμο, ν’ αυξήσει τα βάσανα και να κάνει την οργή του μελλοντικού νικητή ακόμα πιο άτεγκτη. Θα πρόσφερε όμως και στον κόσμο ένα μνημείο ηθικού μεγαλείου, ηρωισμού και αφοσίωσης, που θα ορθωνόταν όλο και πιο επιβλητικά, ενάντια στην κακομοιριά της γενικής δειλίας και του φιλοτομαρισμού της εποχής εκείνης.
Και ήταν όλοι οι Εβραίοι της Ιερουσαλήμ, που συνέχισαν τον άπελπι αγώνα ενάντια σ’ ένα δυναμικά υπέρτερο εχθρό, για άλλα τρία χρόνια, μέχρι τον Σεπτέμβρη του 70 μ.Χ., με μια σειρά από τις πιο σκληρές, τις πιο αποφασιστικές αμυντικές μάχες, καλύπτοντας κάθε σπιθαμή γης, που παρέδιδαν με τα πτώματά τους, και, τέλος, εξασθενημένοι από την πείνα και τις αρρώστιες, έκαναν τάφους τους τα ερείπια, που ακόμα κάπνιζαν. Οι ιερείς και οι γραμματείς, οι μεγιστάνες του εμπορίου, είχαν στην πλειοψηφία τους, από τις αρχές ήδη της πολιορκίας καταφύγει σ’ εξασφαλισμένα μέρη. Ήταν οι μικροτεχνίτες, οι καταστηματάρχες και οι προλετάριοι, που έγιναν οι ήρωες του έθνους, μαζί φυσικά με τους προλεταριοποιημένους αγρότες της Γαλιλαίας, που είχαν πάει κι αυτοί να βοηθήσουν την Ιερουσαλήμ.
Τέτοια ήταν η κατάσταση, όταν άρχισε να εμφανίζεται η Χριστιανική κοινότητα.
ΤΡΙΤΟ: Θα έπρεπε, ωστόσο, να παραδεχτεί κανείς, πως μέσα στο θέαμα αυτό των αιμάτων και οδυρμών, που αποτελεί την ιστορία της Ιουδαίας την εποχή του Χριστού, υπάρχει κι ένα φαινόμενο, που δημιουργεί την εντύπωση κάποιου ειρηνικού ειδυλλίου. Πρόκειται για την αίρεση των Εσσένων ή Εσσαίων, που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά, γύρω από το 150 π.Χ. – κατά τον Ιώσηπο – και κράτησε μέχρι την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Από τότε, εξαφανίζεται από την ιστορία η αίρεση αυτή.
Η προέλευσή τους, όπως και των Ζηλωτών, ήταν προλεταριακή, η φύση τους όμως, ήταν εντελώς διαφορετική. Οι Ζηλωτές δεν ανέπτυξαν κανένα δικό τους κοινωνικό σύστημα. Διέφεραν από τους Φαρισαίους, όχι ως προς τον σκοπό, αλλά ως προς τα μέσα, την σκληρότητα και την βιαιότητα, με τα οποία προσπαθούσαν να πετύχουν τον σκοπό τους. Κι όταν θα πραγματοποιούνταν ο σκοπός τους και η Ιερουσαλήμ θα αντικαθιστούσε τη Ρώμη στην κυριαρχία του κόσμου, με αποτέλεσμα όλα τα πλούτη του Ρωμαϊκού λαού να πηγαίνουν στους Εβραίους, τότε πια θα ερχόταν και το τέλος στα βάσανα όλων των τάξεων. Κι έτσι, ο εθνικισμός φαινόταν ν’ αχρηστεύει τον σοσιαλισμό, ακόμα και για τους προλετάριους. Εκείνο που ξεχώριζε τους Ζηλωτές από προλεταριακή πλευρά, ήταν η δραστηριότητα και ο φανατισμός του πατριωτισμού τους.
Δεν ήθελαν όμως όλοι οι προλετάριοι να περιμένουν τον καιρό που θα ερχόταν ο Μεσσίας, για να αρχίσει η καινούργια κοσμοκρατορία της Ιερουσαλήμ. Πολλοί επεδίωκαν να καλυτερέψουν την θέση τους αμέσως, και μια και με την πολιτική δεν φαινόταν να κερδίζουν τίποτε, γρήγορα άρχισαν να οργανώνονται οικονομικά.
Έτσι θα έπρεπε να σκέφτονταν για να φτάσουν στην νοοτροπία του Εσσαιανισμού: Πάντως, άλλα αποδεικτικά στοιχεία, πάνω στο ζήτημα αυτό, δεν έχουμε.
Η ίδια η φύση της οργάνωσης αποτελεί ένδειξη του ότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα καθαρά διαγραφόμενο κομμουνισμό. Ζούσαν σε κοινόβια, την εποχή του Ιώσηπου, με 4.000 άτομα στο καθένα, σε διάφορα χωριά και αγροπόλεις της Ιουδαίας.
Ο Φίλων γράφει: «Ζουν εκεί όλοι μαζί, οργανωμένοι σε σωματεία και συλλόγους φιλίας και δείπνου (κατά θιάσους, εταιρείας και συσσίτια ποιούμενοι) και συχνά ασχολούνταν με δουλειές της κοινότητας. Κανένας τους δεν θέλει να έχει δικιά του περιουσία, ούτε σπίτι, ούτε δούλο, ούτε ένα κομμάτι γης, ούτε κοπάδια και γενικά τίποτε, που θα αποτελούσε πλούτο. Αλλά τα βάζουν όλα μαζί κάτω, σαν κοινή περιουσία και τα χρησιμοποιούν από κοινού. Τα λεφτά, που βγάζουν από την δουλειά τους κατά διάφορους τρόπους, τα παραδίδουν σ’ έναν αιρετό διαχειριστή. Αυτός, μ’ αυτά αγοράζει ότι χρειάζεται και τους δίνει αρκετή τροφή και οτιδήποτε άλλο τους χρειάζεται για τη ζωή».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου