Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Δημήτρη Τρίμη από τη σημερινή Ελευθεροτυπία, που εξηγεί τον περίπλοκο μηχανισμό μεταφοράς ιδιωτικών επιχειρηματικών ζημιών στις τράπεζες κι από κει στο δημόσιο χρέος, δημιουργώντας παράλληλα νέα κέρδη για τους κεφαλαιοκράτες. Γιατί, όπως πολύ σωστά είχε επισημάνει ο Μαρξ από νωρίς: Το μοναδικό κομμάτι του λεγόμενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού είναι τι δημόσιο χρέος τους.
Αυτές τις μέρες, το ελληνικό Δημόσιο, αναζητώντας νέους πόρους για να εξυπηρετήσει μέρος των δανειακών του υποχρεώσεων, πούλησε έντοκα γραμμάτια αξίας 1,625 δισ. ευρώ. Σε 26 εβδομάδες θα προσφέρει συνολικό κέρδος από τους τόκους στους επενδυτές (τράπεζες και ιδιώτες, ντόπιους και ξένους) περίπου 39 εκατ. ευρώ.
Η διαδικασία αυτού του είδους του δανεισμού είναι τακτική και επαναλαμβάνεται επί πολλά χρόνια, με βασική μεταβλητή την απόδοση του κεφαλαίου. Η απόδοση, όπως και σε κάθε άλλη πράξη δανεισμού, εξαρτάται από το επίπεδο του επιτοκίου, το οποίο καθορίζεται από τις «αγορές», δηλαδή τις τράπεζες και τους γνωστούς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Αντίστοιχες δημοπρασίες εντόκων γραμματίων του Δημοσίου πρόσφεραν επιτόκιο (δηλαδή κόστιζαν στο κράτος) 1,38% τον Ιανουάριο του 2010, 4,55% τον Απρίλιο του 2010, ενώ προχθές 4,80%.
Αυτός ο κύκλος δημόσιου χρέους - δανεισμού - διαμόρφωσης επιτοκίων και ιδιωτικού κέρδους, στο πιο πάνω παράδειγμα, μας δίνει την ευκαιρία να καταλάβουμε πώς τελικά ο ιδιωτικός πλούτος συνδέεται με το δημόσιο χρέος. Οι τράπεζες και οι ιδιώτες που αγοράζουν με τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, του παραδείγματος, ένα μικρό μέρος του δημόσιου χρέους, και κερδίζουν τα προβλεπόμενα εκατομμυριάκια τους χρεώνοντας το Δημόσιο με το ισόποσο του κέρδους τους, μετατρέπουν επίσης -ιδίως μετά την εκδήλωση της κρίσης- τις ζημιές και τις επισφάλειές τους σε δημόσιο χρέος, δίχως μάλιστα να διακινδυνεύουν τίποτα από τον ήδη συσσωρευμένο πλούτο τους. Πώς γίνεται αυτό;
Στις συνθήκες της ύφεσης, μια προβληματική επιχείρηση, λ.χ., χρωστάει σε προμηθευτές και τράπεζες -εκτός από την εφορία (ΦΠΑ κ.λπ.), τα ασφαλιστικά ταμεία ή άλλες δημόσιες υπηρεσίες (ποσά που, προφανώς, αργά ή γρήγορα, διαγράφονται, διακανονίζονται, αλλά μεταφράζονται σε έλλειμμα και αυτό, με τη σειρά του, σε νέο χρέος). Οι προμηθευτές, από την άλλη, δεν μπορούν ή δεν θέλουν να πληρώσουν φόρους, ταμεία και άλλους δημόσιους οργανισμούς, ούτε και τους άλλους ιδιώτες πιστωτές τους, ούτε βεβαίως και τα δάνειά τους στις τράπεζες. Με λίγα λόγια και με χρονική υστέρηση -που κυμαίνεται ανάλογα με το είδος της οικονομικής συναλλαγής, την αντοχή ή τη διαπραγματευτική θέση του κάθε χρεωμένου, τη συγκάλυψη των περιουσιακών στοιχείων, αλλά και σε συνάρτηση με τα εφαρμοζόμενα «λογιστικά πρότυπα»- μεγάλο μέρος των ιδιωτικών χρεών θα εγγραφεί στις ζημιές των τραπεζών. Στην αρχή εμφανίζονται σαν καθυστερούμενα δάνεια και παραμένουν στο ενεργητικό των τραπεζών, για να μετατραπούν συν τω χρόνω σε επισφαλή δάνεια και τελικά ζημιές και μαύρες τρύπες του τραπεζικού συστήματος.
Για να αντιμετωπιστεί αυτή η εξέλιξη, η κυβέρνηση -προκειμένου να εκτονώσει τις πιέσεις των «αγορών» και των «παραγωγικών τάξεων»- έχει εγγυηθεί, από την αρχή της οικονομικής κρίσης έως σήμερα, με κεφάλαια ύψους 108 δισ. ευρώ, τη λειτουργία των τραπεζών, χρήματα που σιγά σιγά περνούν και αθροίζονται στο συνολικό δημόσιο χρέος, με τη συμφωνία της τρόικας.
Το σημαντικό στον παραπάνω μηχανισμό μεταφοράς των ιδιωτικών -κυρίως επιχειρηματικών- ζημιών στις τράπεζες και από 'κει στο δημόσιο χρέος είναι ότι πραγματοποιείται ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του υφιστάμενου πλούτου των ήδη πλούσιων ιδιωτών και των τραπεζιτών στην ουσία παραμένει ανέγγιχτο. Όπως επί χρόνια ανέγγιχτα (αφορολόγητα) έμεναν και τα κέρδη τους με επίσημο θεσμικό ή άλλο παραοικονομικό τρόπο και δεν ενίσχυαν το Δημόσιο Ταμείο - πάλι εν γνώσει της Ευρώπης και των διεθνών οργανισμών.
Η χώρα, ακολουθώντας τη νεοφιλελεύθερη συνταγή, έβλεπε να πλουτίζουν οι κεφαλαιούχοι και οι ραντιέρηδες, μαζί με τα γκόλντεν μπόις και τους αεριτζήδες, δίχως να νοιάζεται ουσιαστικά για το αν πληρώνουν φόρους. Η φοροκλοπή και η φοροδιαφυγή μεταλλάσσονταν σε δημόσιο χρέος, από την αγορά του οποίου (επενδύσεις σε ομόλογα και έντοκα) πάλι μπορούσε να προκύπτει νέο κέρδος για τους κεφαλαιούχους.
Η πολιτική ελίτ έδινε το βάρος στην ανάπτυξη που θα ήταν διαρκής και από την οποία, μας έλεγαν, όλοι θα παίρνουμε όλο και μεγαλύτερα κομματάκια. Έτσι δημιουργήθηκε μια φούσκα με διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και αφορολόγητα υπερκέρδη (τα οποία τώρα πια είναι ασφαλώς παρκαρισμένα στις ελβετικές τράπεζες), ενώ ταυτόχρονα οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις ωθούσαν το Δημόσιο (και όλους τους οργανισμούς του Δημοσίου, ΔΕΚΟ κ.λπ.) να καλύπτει τις ανάγκες τους και τα ελλείμματά τους με εύκολο και «φτηνό» δανεισμό (λόγω ακριβώς των ονομαστικών επιδόσεων της οικονομίας) από πρόθυμες τράπεζες και χώρες που διέθεταν ρευστότητα και απούλητα προϊόντα. Σε κείνη την περίοδο, ας μην ξεχνάμε, οι πρόθυμοι δανειστές φρόντιζαν με τα δανεικά τους να χρηματοδοτούν και το πάρτι των εξαγωγών τους στην Ελλάδα.
Πουλούσαν και κερδοσκοπούσαν με τα δανεικά που έρρεαν (άφθονη ρευστότητα στην αγορά) για τις κρατικές προμήθειες (μαζί με τις μίζες) και την ιδιωτική κατανάλωση (μαζί με τα κέρδη των τραπεζών και των μεταπρατών), ανεβάζοντας τον δείκτη τιμών καταναλωτή και διευρύνοντας σε εκρηκτικό βαθμό και το εμπορικό έλλειμμα της χώρας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου