Αντίθετα απ’ ότι συμβαίνει με τον όρο «απεχθές χρέος» (τον οποίο εισηγήθηκε το 1927 ένας συντηρητικός οικονομολόγος, ρωσικής καταγωγής, που δίδασκε σε παρισινό πανεπιστήμιο), η μετεπαναστατική Ρωσία αρνήθηκε το 1923 να πληρώσει τα τσαρικά χρέη. Η άρνησή της έγινε επαναστατικώ δικαίω και χωρίς καμιά ανάγκη προσφυγής στο Διεθνές Δίκαιο ή στην Κοινωνία των Εθνών. Άλλο παρόμοιο ιστορικό παράδειγμα εμείς δεν γνωρίζουμε. Τμήματα χρεών έχουν κατά καιρούς κηρυχθεί ως «απεχθή», αυτό όμως συνέβη πάντοτε υπό τις ευλογίες ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτό, άραγε εισηγούνται όσοι αριστεροί –κατά δήλωσή τους– χρεολογούν εσχάτως;
Πριν από ενάμιση χρόνο όλοι στην Ελλάδα συζητούσαμε για την κρίση. Μόλις είχε συντελεστεί η δραπέτευση του Καραμανλή από την πολιτική εξουσία και η αλλαγή σκυτάλης, με τον Παπανδρέου του «λεφτά υπάρχουν» ν’ αναλαμβάνει την κρατική διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού. Η συζήτηση τότε γινόταν για το δημοσιονομικό έλλειμμα, ενώ το κρατικό χρέος αντιμετωπιζόταν ως κάτι το απολύτως φυσιολογικό και απολύτως διαχειρίσιμο.
Η συζήτηση για την κρίση, βέβαια, η οποία είχε ξεκινήσει αρκετά πριν την κυβερνητική εναλλαγή, ήταν υπονομευμένη και καναλιζαρισμένη από τις δυνάμεις του συστήματος. Μίντια, πανεπιστήμια, ακόμη και ο ΣΕΒ, καταφέρονταν ενάντια στον «καπιταλισμό-καζίνο» και προσπαθούσαν να πείσουν τους εργαζόμενους πως για όλα τα κακά φταίνε κάποια αρπακτικά της νεοϋορκέζικης Wall Street και του λονδρέζικου City, κάποια golden boys, που με την αχόρταγη και ανεύθυνη συμπεριφορά τους οδήγησαν τον παγκόσμιο καπιταλισμό σε μια «πρωτοφανή» κρίση, η οποία πάντως –έτσι έλεγαν– αποκλείεται να εξελιχτεί με τον τρόπο της «μεγάλης ύφεσης» του 1929, γιατί αφορά μόνο τη χρηματοπιστωτική σφαίρα και όχι την «πραγματική οικονομία». Μπορεί τα πορτρέτα του Μαρξ να φιγουράριζαν στα πιο διάσημα αστικά έντυπα, όμως η μαρξιστική πολιτική οικονομία παρέμενε καλά κρυμμένη κάτω από τον ορυμαγδό των παραπλανητικών αστικών οικονομικών θεωριών. Κι ήταν πραγματικά διασκεδαστικό ν’ ακούς τον πρόεδρο του ΣΕΒ Δ. Δασκαλόπουλο (έναν ραντιέρη καπιταλιστή) και τον πρόεδρο του ΣΥΝ Α. Τσίπρα να καταριούνται με απόλυτο χορωδιακό συγχρονισμό τον «καπιταλισμό-καζίνο», επαγγελλόμενοι την επιστροφή σε κάποιον «καλό κ’ αγαθό» καπιταλισμό.
Σήμερα, ουδείς μιλά για την κρίση. Οι πάντες, δε, μιλούν για το κρατικό χρέος. Όταν, στο όνομα της δυνατότητας πληρωμής του χρέους, συνήφθη σύμβαση δανεισμού από την τρόικα, συνοδευόμενη από το γνωστό Μνημόνιο, το σύστημα (και όχι μόνο η κυβέρνηση) πανηγύρισε, διότι –όπως έλεγαν– εξασφαλίστηκε δανεισμός με λογικούς όρους, πάνω στον οποίο θα σπάσουν τα μούτρα τους οι «κερδοσκόποι» (τα golden boys, δηλαδή, που υποτίθεται πως τα είχαν εξολοθρεύσει). Κι ενώ το πρόβλημα υποτίθεται πως λύθηκε με τα 110 δισ. των δανείων της τρόικας, εξακολουθούμε να συζητάμε για το χρέος, το οποίο αντί να μειώνεται αυξάνεται και απαιτεί νέες ρυθμίσεις, νέα δάνεια, νέα Μνημόνια.
Συζητώντας για το χρέος, έχουν ξεχάσει την κρίση. Το χρέος παρουσιάζεται σαν κάτι το αυθύπαρκτο, σαν αποτέλεσμα μιας «άφρονης πολιτικής» του παρελθόντος, που στηριζόταν σε κατανάλωση μεγαλύτερη από την παραγωγή. Το «όλοι μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου δεν είναι παρά η χυδαία, λαϊκίστικη εκφορά αυτών που με σοβαρό ύφος και εξεζητημένο λόγο επαναλαμβάνουν καθημερινά πολιτικοί, διανοούμενοι και οικονομολόγοι, δημοσιογράφοι και λοιπές… δημοκρατικές δυνάμεις. Κι όμως, ενώ ο Πάγκαλος εν πολλοίς απομονώθηκε, οι υπόλοιποι εξακολουθούν να φιγουράρουν σαν αυθεντίες, ο λόγος των οποίων αναπαράγεται καθημερινά σε ευρύτατη κλίμακα και… δεν σηκώνει αμφισβήτηση.
Όμως, το χρέος δεν είναι αίτιο, είναι αποτέλεσμα του τρόπου ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Και αυτό που εμφανίζεται ως κρίση χρέους δεν είναι παρά η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού. Για να το πούμε διαφορετικά, το χρέος δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου. Γι’ αυτό και, συζητώντας μόνο για το χρέος (όποια κατεύθυνση αντιμετώπισης κι αν υποστηρίζει ο καθένας), οδηγούμε τον ελληνικό λαό στον εγκλωβισμό σ’ ένα αποτέλεσμα και όχι στα αίτιά του, βοηθώντας έτσι το σύστημα να διαχειριστεί ιδεολογικά και πολιτικά την κρίση.
Οι μονοπωλιστές της Δύσης, που εξαπολύουν μύδρους ενάντια στους «άφρονες», «τεμπέληδες» και «καλοπερασάκηδες» Έλληνες, οι οποίοι «συνήθισαν να ζουν με δανεικά και δεν λένε ν’ απαλλαγούν από τις συνήθειές τους», μπορεί μεν να πληγώνουν το εθνικό γόητρο της ελληνικής αστικής τάξης, την ίδια στιγμή όμως της προσφέρουν υπηρεσίες, βοηθώντας την να εγκλωβίσει τον ελληνικό λαό σ’ αυτό το ιδεολόγημα.
Στην πραγματικότητα, το κρατικό χρέος δεν είναι παρά ένα εργαλείο αποκόμισης του μέγιστου κέρδους από το χρηματιστικό κεφάλαιο. Δεν υπάρχει εξαρτημένη χώρα (ανεξάρτητα από το αν το επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξής της είναι χαμηλό ή μέσο, όπως της Ελλάδας) που να μην έχει υψηλό κρατικό χρέος. Ένα σημαντικό τμήμα του κεφαλαίου που συσσωρεύεται στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις επενδύεται σε κρατικά χρεόγραφα, γιατί δεν υπάρχει πεδίο επένδυσής του στην παραγωγή και την κατανομή των εμπορευμάτων, λόγω του στενέματος της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς. Όχι μόνο σε συνθήκες κρίσης, όπως συμβαίνει την τελευταία τριετία, αλλά και σε περιόδους σχετικής σταθεροποίησης του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Αν υποθέταμε σήμερα, ότι το ελληνικό κράτος μηδένιζε το χρέος του και ξεκινούσε από την αρχή, μετά από μερικά χρόνια θα συσσώρευε και πάλι χρέος, γιατί τέτοια είναι η δομή του ελληνικού καπιταλισμού και η θέση του στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας. Άλλωστε, το σημερινό χρέος δεν συσσωρεύτηκε ερήμην των δανειστών, χάρη σε κάποια ελληνική κουτοπονηριά και καπατσοσύνη. Φορτώνοντας το ελληνικό κράτος με τεράστια βάρη (από τους πολεμικούς εξοπλισμούς μέχρι την κατασκευή των υποδομών του, που πληρώνεται σε αστρονομικές τιμές), παράλληλα το δάνειζαν για να μπορεί να τους αποπληρώνει. Το δάνειζαν με τοκογλυφικούς όρους, εν γνώσει τους ότι οικονομικά δεν έχει τη δυνατότητα να τους αποπληρώσει στο ακέραιο. Όμως, για την αποπληρωμή των παλιών δανείων χορηγούσαν νέα δάνεια, με τα επαχθέστερα επιτόκια της διεθνούς αγοράς. Κεφάλαιο που λίμναζε τοποθετούνταν σ’ αυτά τα χρέη και απέφερε τεράστια κέρδη στους κατόχους του, μέσω των τοκοχρεολυσίων που εισπράττουν κάθε χρόνο. Γι’ αυτό και στους διεθνείς χρηματιστικούς κύκλους η «αναδιάρθρωση» του κρατικού χρέους δεν δαιμονοποιείται, αλλά θεωρείται μια διαδικασία απολύτως συμβατή με τη λειτουργία του καπιταλισμού. Ο καυγάς γίνεται για το χρόνο και τον τρόπο της «αναδιάρθρωσης» και έχει να κάνει με τις θέσεις που οι κάτοχοι χρηματιστικού κεφαλαίου έχουν στο ελληνικό χρέος και στα διάφορα παράγωγά του (π.χ. ασφάλιστρα CDS).
Όμως, εκτός από τους οπαδούς του… ηθικού καπιταλισμού, που απαιτούν να αποπληρωθεί το χρέος, διότι «εμείς τα δανειστήκαμε», έχουμε και εκείνους που συμμετέχουν στη χρεολογία με θέσεις υποτίθεται αριστερές, φιλολαϊκές. Η ηγεσία του ΣΥΝ, για παράδειγμα, ζητά να υπάρξει «αναδιάρθρωση» του χρέους, αδιαφορώντας αν σ’ αυτό το αίτημα ταυτίζεται με διάφορα «κοράκια» του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου και με τη γερμανική πολιτική ηγεσία, η οποία επίσης προωθεί μεθοδικά την ιδέα της «αναδιάρθρωσης» του ελληνικού χρέους, που θα περιλαμβάνει και «κούρεμα» των ομολόγων, ώστε οι κάτοχοί τους να πληρωθούν στη λήξη των ομολόγων ένα ποσό μικρότερο (π.χ. κατά 30%) από την ονομαστική αξία τους. Πώς γίνεται ο Τσίπρας να προτείνει το ίδιο με τη Μέρκελ; Αν υποβάλλεις αυτό το ερώτημα, θα πάρεις την απάντηση ότι ο ΣΥΝ ζητά μια «αναδιάρθρωση» που δεν θα συνοδεύεται από αντιλαϊκά μέτρα. Πώς μπορεί να υπάρξει, όμως, καπιταλιστική διαχείριση, στο πλαίσιο της ΕΕ (το οποίο όχι μόνο δεν αμφισβητεί ο ΣΥΝ, αλλά και καταγγέλλει όποιον τολμήσει να το αμφισβητήσει) και ομαλή αποπληρωμή ενός χρέους, που θα παραμείνει υπέρογκο έστω και μετά από «κούρεμα»; Έχει κάνει, μήπως, καμιά μελέτη ο ΣΥΝ, για να μας αποδείξει πώς ακριβώς θα γίνει η «αναδιάρθρωση» και μέσα από ποια πολιτική θα αποπληρωθεί το χρέος, με απόλυτο σεβασμό στο κοινοτικό Δίκαιο; Η ΕΕ, στην τελευταία σύνοδο κορυφής (24-25 Μάρτη), πήρε μια σαφή απόφαση, η οποία προβλέπει: «Η πρόσβαση στη χρηματοδοτική συνδρομή από τον ΕΜΣ θα παρέχεται με βάση αυστηρούς όρους πολιτικής, σύμφωνα με πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής και εμπεριστατωμένη ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, που θα διενεργεί η Επιτροπή από κοινού με το ΔΝΤ και σε συνεργασία με την ΕΚΤ». Πώς θα το ξεπεράσει αυτό η… προοδευτική κυβέρνηση του Τσίπρα;
Πέρα από τον ΣΥΝ, όμως, που για μια ακόμη φορά λειτουργεί σαν λαγός του συστήματος, προετοιμάζοντας τον ελληνικό λαό για την «αναδιάρθρωση» (τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει η κυβέρνηση που θα διαχειριστεί την κατάσταση, στην οποία δεν θα συμμετέχει ο ΣΥΝ), υπάρχουν και οι πιο… αριστεροί, που εισηγούνται άλλα πράγματα, όπως τη δημιουργία επιτροπής λογιστικού ελέγχου, η οποία θα ερευνήσει το χρέος, για να μπορέσει να κηρύξει ένα μέρος του «απεχθές» ή και την κήρυξη όλου του χρέους ως «απεχθούς».
Στην πραγματικότητα, όλοι αυτοί οι χρεολογούντες αριστερούληδες δεν προτείνουν παρά μια διαφορετική μορφή διαχείρισης του ελληνικού καπιταλισμού, έχοντας ως πρότυπό τους την πολιτική της κυβέρνησης Κορέα στο Εκουαδόρ, παραβλέποντας όμως τις πραγματικές εξελίξεις σ’ αυτή τη λατινοαμερικάνικη χώρα, τη βαθιά κρίση της και τα αντιλαϊκά μέτρα που πήρε η κυβέρνηση Κορέα. Όταν κηρύσσεις ένα κρατικό χρέος ή μέρος του «απεχθές» σημαίνει ότι προσφεύγεις σε διεθνή όργανα (ΟΗΕ) και επομένως βρίσκεσαι υπό τον έλεγχο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Πρόκειται για έναν όρο του Διεθνούς Δικαίου και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τον έχουν χρησιμοποιήσει πρόσφατα και οι ΗΠΑ, στον ανταγωνισμό τους με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Πράγματι, τον Απρίλη του 2003, οι ΗΠΑ ζήτησαν από τη Ρωσία, τη Γαλλία και τη Γερμανία να ακυρώσουν το απεχθές χρέος που όφειλε το Ιράκ, διότι τα διάφορα δάνεια είχαν συναφθεί από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Το πρόβλημα που έθεσαν οι Αμερικάνοι, ως επικυρίαρχοι στο υπό κατοχή Ιράκ, διευθετήθηκε τελικά στο πλαίσιο της Λέσχης του Παρισιού, που διέγραψε το 80% του ιρακινού χρέους, χωρίς όμως αναφορά στον όρο που αρχικά πρότειναν οι ΗΠΑ, προφανώς για να μην υπάρξει νομικό προηγούμενο και υπάρξουν παρόμοια αιτήματα από άλλες χώρες.
Αντίθετα απ’ ότι συμβαίνει με τον όρο «απεχθές χρέος» (τον οποίο εισηγήθηκε το 1927 ένας συντηρητικός οικονομολόγος, ρωσικής καταγωγής, που δίδασκε σε παρισινό πανεπιστήμιο), η μετεπαναστατική Ρωσία αρνήθηκε το 1923 να πληρώσει τα τσαρικά χρέη. Η άρνησή της έγινε επαναστατικώ δικαίω και χωρίς καμιά ανάγκη προσφυγής στο Διεθνές Δίκαιο ή στην Κοινωνία των Εθνών. Αλλο παρόμοιο ιστορικό παράδειγμα εμείς δεν γνωρίζουμε. Τμήματα χρεών έχουν κατά καιρούς κηρυχθεί ως «απεχθή», αυτό όμως συνέβη πάντοτε υπό τις ευλογίες ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτό, άραγε εισηγούνται όσοι αριστεροί –κατά δήλωσή τους– χρεολογούν εσχάτως;
Η χρεολογία λειτουργεί αποπροανατολιστικά για την εργατική τάξη και το λαό, διότι ασχολείται με το αποτέλεσμα και όχι με τα αίτιά του. Έτσι όπως αναπτύσσεται, ακόμη και στην πιο ριζοσπαστική εκδοχή της, υπόσχεται έναν «άλλο τύπο» καπιταλιστικής ανάπτυξης, λες και μπορεί να υπάρξει τέτοιος τύπος στο πλαίσιο της διεθνοποίησης του κεφάλαιου και του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος. Ως κομμάτι μιας επαναστατικής διαδικασίας, όπως ίσως την παρουσιάσουν κάποιοι, δεν έχει κανένα νόημα. Όχι μόνο γιατί δεν βρισκόμαστε σε επαναστατική κατάσταση, αλλά και γιατί μια πραγματική επαναστατική διαδικασία δεν θα ασχοληθεί με τη μη πληρωμή του χρέους (η οποία θεωρείται αυτονόητη), αλλά με τη συντριβή των καπιταλιστικών σχέσεων στην παραγωγή και την οικοδόμηση ενός μη εκμεταλλευτικού – κομμουνιστικού συστήματος.
Όσον αφορά το έσχατο καταφύγιο των χρεολογούντων, το ερώτημα «τι θα αντιπροτείνουμε στην καπιταλιστική διαχείριση της κρίσης;», η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή. Αντί για αποπροσανατολιστικές και θολές επικλήσεις του Διεθνούς Δικαίου, που αρχίζουν και ολοκληρώνονται στο έδαφος του καπιταλισμού, καθήκον μας είναι να αποφύγουμε κάθε «θετική πρόταση» τέτοιου τύπου και να διατυπώσουμε μερικά αιτήματα που προστατεύουν το προλεταριάτο από τις συνέπειες της κρίσης, οι οποίες φορτώνονται από τους αστούς στις πλάτες του. Αιτήματα που σε συνθήκες ομαλής καπιταλιστικής ανάπτυξης θα φάνταζαν συντηρητικά, στις συνθήκες της κρίσης μετατρέπονται σε ριζοσπαστικά και μπορούν να τροφοδοτήσουν ένα εργατικό κίνημα που δεν θα έχει ως στόχο του την «έξοδο από την κρίση», αλλά τη μετατροπή της κρίσης σε επαναστατική κατάσταση. Γι’ αυτό και εμείς επιμένουμε ότι, στις σημερινές συνθήκες, έχει τεράστια σημασία να αναδειχτεί η ανάγκη πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, για να μη βρεθεί αυτή ακαθοδήγητη στις ταξικές συγκρούσεις που ωριμάζουν. Να μη γίνει έρμαιο των αστικών δυνάμεων, αλλά να μπορέσει να διατυπώσει το αίτημα της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας, που θα την απαλλάξει από την αιτία των δεινών και όχι μόνο (και πρόσκαιρα) από μερικά απ’ αυτά τα δεινά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου