Πρώτη πρωτεύουσα, αλλά και προσωρινή, του απελευτερωμένου ελληνικού κράτους, έγινε το Ναύπλιο. Απ’ τον καιρό που ήταν ο Καποδίστριας κυβερνήτης είχε ανακινηθεί το θέμα της μεταφοράς της πρωτεύουσας στην Αθήνα και μάλιστα από τους ‘Αρχιτέκτονες της Κυβερνήσεως’ Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Ο Καποδίστριας, όμως, ύστερα από προσωπική επίσκεψη στην Αθήνα, δεν βρήκε πειστικά τα επιχειρήματα της μεταφοράς. Μετά τη δολοφονία του, το 1832, οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ πήραν από την προσωρινή κυβέρνηση την άδεια να κάνουν το πολεοδομικό σχέδιο της πολιτείας. Την ίδια μάλιστα εποχή, δημοσιεύσεις στις βαυαρικές εφημερίδες (που πρότειναν την Αθήνα για πρωτεύουσα) κι ο ερχομός του Όθωνα, ζέσταναν πολύ το θέμα, κι άρχισαν έντονες συζητήσεις. Τελικά στις 11 Ιουλίου 1833 ορίζεται ‘καθέδρα του Κράτους’ η πόλη των Αθηνών, έπειτα από απόφαση της βαυαρικής αντιβασιλείας.
Πρέπει να δούμε αρχικά γιατί μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα από το Ναύπλιο και κατόπιν, γιατί διαλέχηκε η Αθήνα για πρωτεύουσα, μια πόλη που, δύο χρόνια πριν, δεν είχε προτιμήσει ο Καποδίστριας και ούτε, στις 15 Μάη 1833, το ελληνικό υπουργικό συμβούλιο του Όθωνα.
Το Ναύπλιο βρισκόταν, σε σχέση με τις άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, σε καλύτερη κατάσταση, όταν τελείωσε ο πόλεμος. Συναντιέται μάλιστα κι ο χαρακτηρισμός του: ‘μικρό Παρίσι’. Είναι όμως μια πόλη ζωντανή, στην καρδιά του απελευθερωμένου τόπου και στο κέντρο των διαμαχών του εσωτερικού αγώνα. Η κοινωνική κατάσταση δεν σηκώνει πολλά και η επιβολή του Κράτους και του νόμου, όπως τα φαντάζονταν ο Καποδίστριας ή οι Βαυαροί, έβρισκε αντίθετους τους Έλληνες. Έτσι συχνές εξεγέρσεις είχαν πολλές φορές συνέπεια την επιβολή της ‘τάξεως’ με τον στρατό και με τη βία (Ύδρα, Σπέτσες, Μάνη, Μεσσηνία κλπ). Στο Ναύπλιο δεν δίστασαν να δολοφονήσουν τον Καποδίστρια και δεν θα δίσταζαν να σκοτώσουν έναν Βαυαρό.
Το σχέδιο των Κλεάνθη-Σάουμπερτ
Το Ναύπλιο, πάλι, ήταν μια αυθόρμητα χτισμένη ελληνική πόλη, όπου η θέληση επέμβασης, ώστε να μεταβληθεί σε ελεγχόμενη πόλη για την εξουσία σύμφωνα με τα ξένα πρότυπα, θα εύρισκε πολλές αναδράσεις. Ούτε ανταποκρινόταν στις συνήθειες ζωής των βαυαρών αξιωματούχων. Να πώς την περιγράφει ο Μάουερ:
«Εν Ναυπλίω δεν υπήρχεν ακόμη λιθόστρωμα. Εντός αυτής της πόλεως πλήθος ταύτης ερείπιων. Δρόμοι ως επί το πλείστον στενοί, από τους οποίους δεν ήτο δυνατόν να περάσει άμαξα (...) Δια να ανέλθη τις έως το Ιτς-Καφέ έπρεπε να σκαρφαλώση διότι δρόμοι προς τα εκεί υπήρχαν κατ’ όνομα μόνον. Προς της πόλεως και πέριξ του Παλαμηδίου δεν υπήρχεν ουδέ ίχνος δρόμου (....) Η τάφρος του περπειχίσματος ήτο ένα έλος το οποίον εβρωμούσε και εν τούτοις κατοικείτο από πολλάς ελληνικάς οικογενείας και από χοίρους. Τα οχυρωματικά έργα και ο ναύσταθμος ήσαν κατερειπωμένα. Αι δε κατοικίαι μας... και εν τούτοις ισχυρίζοντο ότι τας είχαν ετοιμάσει δι’ ημάς.» [Γ. Μάουερ: «Ο ελληνικός λαός εις τας σχέσεις του δημοσίου, εκκλησιαστικού και ιδιωτικού δικαίου, προ του απελευθερωτικού αγώνος και μετ’ αυτόν μέχρι της 31ης Ιουλίου 1834» Ελλ. μετάφρ. Χρ. Πράτσικα και Ευστ. Καραστάθη, Αθήναι 1943, τομ. β, σελ 19 - 20]
Τέλος το Ναύπλιο δεν είχε την ιδεολογική φόρτιση που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τα ‘εθνικά ιδανικά’, ούτε την καίρια στρατηγική θέση επιβολής του στο προσωρινό και στο μελλοντικό κράτος.
Αν λοιπόν το Ναύπλιο δεν ήταν τόπος για την πρωτεύουσα της εξουσίας των Βαυαρών, έπρεπε να βρεθεί μια νέα πρωτεύουσα. Το προνόμιο το γύρεψαν οι πρόκριτοι του Άργους, της Τριπολιτσάς, της Σύρας, των Μεγάρων, του Πειραιά, της Κορίνθου και της Αθήνας. Αρχικά η Κόρινθος φάνηκε πως θα επικρατούσε. Την υποστήριξε το ελληνικό υπουργικό συμβούλιο, την υποστήριξαν κι οι εφημερίδες. Να τι γράφτηκε τότε για υποστήριξη της Κορίνθου:
«Όσοι περιφρονούν τας προσδοκίας του έθνους, ζητούν να μας δώσουν, αντί καθέδρας πλούσιας, λαμπράς και εμπορικής την ευτελή και άγονον Αττική, την οποίαν όλος ο Ελληνικός κόσμος, διδαγμένος από πολυχρόνιον επανάστασιν και όχι από αρχαιολογικά φαντάσματα, αποκρούει ομοθυμαδόν.» [Εφημ. «Αθηνά» αρ. 116, 27/5/1833]
Η Κόρινθος, όπως δέσποζε στον Κορινθιακό κόλπο και ήταν κόμβος στην επικοινωνία Πελοποννήσου και Στερεάς, ήταν σημαντικό στρατηγικό σημείο, εμπορικό, κοινωνικό, συγκοινωνιακό, στρατιωτικό και κοντά στους Έλληνες. Ήταν επίσης μια ζωντανή πόλη. Όμως διαλέχτηκε για πρωτεύουσα η Αθήνα.
Η Αθήνα, που είχε επιβιώσει μέσα απ’ την τουρκοκρατία σαν ένα χωριό λίγων χιλιάδων κατοίκων, πέρασε στα χέρια των Τούρκων το 1827, κι εγκαταλείφτηκε από όλον τον ελληνικό πληθυσμό της. Όταν το 1830 άρχισαν να ξαναγυρίζουν την τουρκοκρατούμενη ακόμα πόλη τους βρήκαν 160 σπίτια όρθια από τα 3.000 που είχε πριν και ήταν κι αυτά σαράβαλα. Δεν ερχόντουσαν όμως μονάχα Αθηναίοι, αλλά και πολλοί άλλοι ξένοι, που αγόραζαν από τους Τούρκους χωράφια, για ένα κομμάτι ψωμί, σίγουροι πως θα ανεβεί η αξία τους. Να πώς περίγραφε: ο Λαμαρτίνος την Αθήνα που είδε το 1832:
«Μπαίνοντας στην Πολιτεία, μπήκαμε σ’ έναν αξεδιάλυτο λαβύρινθο από στενά σοκάκια γεμάτα από γκρεμισμένα ντουβάρια, σπασμένα κεραμίδια, ανάκατα με πέτρες και κομμάτια από μάρμαρα(...) Μέσα σε μικρά παλιοκάλυβα, ερείπια ερειπίων, βρώμικα και φρικτά καταφύγια, βρίσκονταν στοιβαγμένες χωριάτικες οικογένειες.» [Lamartine: «Souvenirs, pensees et pasages, pendent un voyage en Orient 1832 – 1833» σελ. 144]
Στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν, από το 1830 ως το 1833, μαζεύτηκαν στην Αθήνα 4.000 άτομα. Δεν ήταν όμως μονάχα ‘χωριάτικες οικογένειες’. Πολλοί πρόκριτοι, πλούσιοι έλληνες και φιλέλληνες, και φαναριώτες είχαν αγοράσει γη στην Αθήνα, ποτισμένοι από την αρχαία δόξα και την πίστη πως η Αθήνα θα γίνει πρωτεύουσα. Αυτοί παρότρυναν τον Κλεάνθη και τον Σάουμπερτ να τελειώσουν τα σχέδια της Αθήνας (ήταν έτοιμα το 1833), και πίεζαν τον Όθωνα να διαλέξει την Αθήνα για πρωτεύουσα. Γράφει τότε η εφημερίδα ‘Χρόνος’:
«(...) οι άποικοι των Αθηνών, ολίγοι ξένοι, επιθυμούν ν’ αναχωρήσει ο υπεραγαπητός ημών βασιλέας εις Αθήνας, δια να τον απομακρύνουν από τους πιστούς υπηκόους του. Οι ξένοι ούτοι είναι πεπεισμένοι ότι είναι η αρχή του Ελληνικού Έθνους. Επάγγελμα κανέν δεν έμαθον, ουδέ καταδέχονται να μάθουν, δια να ζήσουν η τέχνη των, το επάγγελμα των είναι, λέγουν, να άρχωσι των άλλων. Τοιαύτα φρονούντες προσπαθούν αν κατορθώσουν, ώστε ν’ άρχωσι των Ελλήνων (...) Αλλά δεν εμπορούν τόσον ευκόλως να επιτύχουν του σκοπού, αν ο Βασιλεύς δεν στήση την καθέδραν του εις τας απόκεντρους Αθήνας, όπου αποχωρισμένος από τους λαούς του, δεν θα βλέπει ουδέ θ’ ακούει, ειμή δι αυτών, διότι δεν θα είναι περικυκλωμένος ειμή από Φαναριώτας.» [Εφημ. «Χρόνος» αρ. 14, 15/6/1833]
Η Αθήνα ήταν μια πόλη δίχως ουσιαστική ζωή, απομακρυσμένη από την ουσία του Ελληνικού Κράτους, έξω από τη φωτιά δηλαδή, όπου ο βασιλιάς κι η εξουσία του θα ένοιωθαν, και θα ήσαν περισσότερο σίγουροι. Ήταν μια πόλη με τόση ιστορία και δόξα, με αρχαία μνημεία και ιδίως την Ακρόπολη, που θα μπορούσε να υποκαταστήσει, στα πλαίσια της Μεγάλης Ιδέας, την Κωνσταντινούπολη. Πρόσφερε μάλιστα τη δυνατότητα συσχετισμού του αιώνιου συμβόλου, της Ακρόπολης, με την εξουσία και το Παλάτι, σε μια προσπάθεια καθαγιασμού του σκοπού της βαυαρικής εξουσίας. Στον παράγοντα αυτό έπαιζε ρόλο σε μεγάλο βαθμό και η ευρωπαϊκότητα της εξουσίας και ο διεθνής νεοκλασσικισμός, μια που ελληνικός λαός λίγο νοιαζόταν για τα ‘φαντάσματα’. Η Αθήνα ήταν τόπος ρημαγμένος, που η εξουσία θα μπορούσε να διαμορφώσει όπως ήθελε, χαράζοντας μια πόλη για την ίδια, για την αισθητική της, την ασφάλειά της, τις ανάγκες της. Η ύπαρξη της πολεοδομικής διαμόρφωσης από τους Κλεάνθη - Σάουμπερτ σύμφωνα με την θέληση των βαυαρών έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιλογή. Η πίεση από κάθε λογής πρόκριτους, φαναριώτες, φιλέλληνες κλπ ήταν μεγάλη, όπως έγραφε και ο ‘Χρόνος’ και μάλιστα ελκυστική για τον Όθωνα, που έτσι οπωσδήποτε θα ‘ανέβαζε’ το επίπεδο της ‘γειτονιάς’ του. Ο ‘Χρόνος’ διατυπώνει πολλά απ’ τα επιχειρήματα της επιλογής της Αθήνας, μόνο που τα διατυπώνει ανάποδα. Τέλος, η Αθήνα ήταν μια λέξη γνωστή σ’ όλη την Ευρώπη, που ανέβαζε οπωσδήποτε τον ρόλο της, αφού οι Ευρωπαίοι στο άκουσμά της συνδέαν την τοπική πρωτεύουσα με τη δόξα της αρχαίας Αθήνας [Ο Πειραιάς, διαλεγμένος κι αυτός σαν πιθανή θέση της πρωτεύουσας, έχοντας σαν κύριο προσόν την ανυπαρξία χτισμένης πόλης και κατοίκων, απορρίφθηκε με μόνη αιτιολογία πως εχθρικά πλοία θα μπορούσαν να χτυπήσουν το παλάτι, ενώ η Αθήνα κάλυπτε από την πλευρά αυτή την έδρα της εξουσίας]. Να λοιπόν, γιατί διαλέχτηκε η Αθήνα για πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους.
Έτσι, όπως η Αθήνα πρόκυψε από μια ‘στρατηγική’ επιλογή, και καθώς δεν ήταν μια ζωντανή πόλη, αποτέλεσε ένα μανιτάρι, που συγκέντρωσε μέσα του την αστική τάξη και γύρω του τους εργάτες της, που τα πρώτα χρόνια, αφού η νέα πρωτεύουσα έπρεπε να χτιστεί, ήταν όλοι τους οικοδόμοι.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, στρατιωτικοί-αρχιτέκτονες (ή απλοί αρχιτέκτονες, απόφοιτοι πάντως στρατοκρατούμενων σχολών, όπως τότε γινόταν στην Ευρώπη) εκπονούν σχέδια πόλεως για πολλές πόλεις, κατεστραμμένες, της Ελλάδας. Ο Σταμάτης Βούλγαρης, στρατιωτικός απόφοιτος της σχολής του Παρισιού, φτιάχνει το σχέδιο της Τριπολιτσάς και της Πάτρας, το δεύτερο μάλιστα σε πλήρες Ιπποδάμειο σύστημα. Ο Θεόδωρος Βαλλιανός, απόφοιτος της στρατιωτικής Ακαδημίας Πετρούπολης, ήταν ανώτερος κρατικός λειτουργός του Καποδίστρια, και έφτιαξε, μαζί με τον Βούλγαρη, το πολεοδομικό του Ναυπλίου. Ο Παναγιώτης Παπαναούμ, αφού σπουδάζει στο Βερολίνο και ειδικεύεται στα οχυρωματικά έργα, διορίζεται το 1834 στο ‘σώμα Μηχανικών’ του Όθωνα, και εκπονεί το σχέδιο της Ιτέας. Ο δε γνωστός μας Κλεάνθης, μαζί με τον συμμαθητή του Σάουμπερτ, αμέσως μετά την Αθήνα φτιάχνουν το σχέδιο του Πειραιά σε τέλειο Ιπποδάμειο, και το σχέδιο της Ερέτριας. Στα επόμενα χρόνια πολλές πόλεις της Πελοποννήσου και της Στερεάς θα υποστούν ένα σχέδιο πόλεως. Δεν θα πρέπει να δούμε σ’ αυτή την ξαφνική επιδρομή της πολεοδόμησης ένα τυχαίο γεγονός στην πορεία του ‘εκπολιτισμού’ μας, αλλά μια προσπάθεια για νέα οργάνωση των πόλεων, κάτω από την νέα κοινωνική κατάσταση που επιβάλλεται, μια προσπάθεια που η επιβολή της προσκρούει πάντα στον λαό καθώς γίνεται έξω και πάνω απ’ αυτόν, για να ορίσει τη ζωή του και να την ελέγξει.
Το Ιπποδάμειο της Ιτέας από το google maps
Αποσπάσματα από το «Πολεοδομία και Δημόσια Τάξη, Αθήνα Οχυρωμένη Πόλη», μία διάλεξη φοιτητών της Αρχιτεκτονικής Αθηνών του ΕΜΠ το 1977 στα πλαίσια ενός μαθήματος της σχολής μιλούν για ένα θέμα ταμπού, που ακόμα και η άκρα αριστερά της εποχής δεν ήξερε, δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να ακουμπήσει: την σχέση της πολεοδομίας με την δημόσια τάξη, αλλά και την επανάσταση. Μιλούν για το «ιερό» Ιπποδάμειο σύστημα, αλλά και την «ανίερη» εξέγερση τον Δεκέμβρη του ‘44. Εκδόθηκε από τη Λέσχη Κατασκόπων του 21ου Αιώνα, το 2002.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου